Η 2η Μεραρχία κατέλαβε θέσεις στον Τομέα Αυγό και η Ταξιαρχία Μετσόβου στο Κοντοβράκι.
Η 1η και 3η φάλαγγα του Α΄ Τμήματος Στρατιάς κατέλαβαν τα υψίστης στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καστρίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Τσούκας, ύστερα από μεγάλο και σκληρό αγώνα.
Η 2η φάλαγγα του Τμήματος κινήθηκε διά μέσου της Μανωλιάσας καταδιώκοντας τους υποχωρούντες Τούρκους προς την κατεύθυνση Ιωαννίνων και κατέλαβε την κοιλάδα της Δωδώνης, φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Συνεχίζοντας την προέλαση έφτασε στη Ραψίστα (Πεδινή), όπου ανέτρεψε την τουρκική αντίσταση. Μάλιστα δύο ιδιαίτερα τολμηροί Αξιωματικοί, ο Ιατρίδης και ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Διοικητές των Ταγμάτων 8ου και 9ου αντίστοιχα), συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού μέσα στη βαλτώδη πεδιάδα της Ραψίστας (Πεδινής) και το βράδυ έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη Μπουνίλας, όπου εγκατέστησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία Ιωαννίνων – Μπιζανίου.
Το Ελληνικό πυροβολικό ήδη έβαλλε ασταμάτητα κατά των τουρκικών πυροβολείων και των χαρακωμάτων του τουρκικού πεζικού. Οι Τούρκοι ανταπαντούσαν με το σύνολο των πυροβόλων του Μπιζανίου, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Στο Μπιζάνι έχασαν τη ζωή τους πολλοί Έλληνες στρατιώτες, μαχόμενοι ενάντια στα "αόρατα" πολυβολεία, όπως αυτό που ονομαζόταν "Σκύλλα". Κι ακόμη περισσότεροι υπέφεραν απ' το τρομερό κρύο, τα χιόνια, τις ασταμάτητες βροχές και άλλες κακουχίες.
Αναφέρεται, ότι με τη βοήθεια του Νικολάκη Εφέντη (του οποίου το πραγματικό όνομα δεν είναι επιβεβαιωμένο), τα σχέδια των οχυρωματικών έργων του Μπιζανίου ήρθαν στα χέρια των Ελλήνων αξιωματικών και έτσι έγινε δυνατή η «σίγασή» τους.
Ο Εσάτ Πασάς αναγκάστηκε το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου να ζητήσει τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Γερβάσιου και των Προξένων για την παράδοση της πολυθρύλητης πόλης των Ιωαννίνων. Οι Πρόξενοι ανακοίνωσαν στον Κωνσταντίνο τον μεσολαβητικό τους ρόλο με έγγραφο που στάλθηκε με τους αξιωματικούς Ρεούφ και Ταλαάτ, τους οποίους συνόδευε ο Επίσκοπος Δωδώνης Πανάρετος, ως εκπρόσωπος της Μητρόπολης.
Μαζί με τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου οδηγήθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου (1913) στο Γενικό Στρατηγείο Εμίν Αγά. Ύστερα από σύντομη συζήτηση συμφώνησαν την παράδοση της πόλης και των τουρκικών δυνάμεων αποτελουμένων από 30.000 στρατιώτες, 1.000 αξιωματικούς, μαζί με 120 πυροβόλα, καθώς και ικανό αριθμό πολυβόλων, ντουφεκιών και πυρομαχικών.
Ο αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου 1913 και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις, ενώ επακολούθησε δοξολογία στη Μητρόπολη.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, υπήρξε ένα σπουδαίο στρατιωτικό και πολιτικό γεγονός στην έκβαση του Βαλκανικού Πολέμου.
Τη μεγάλη στρατιωτική νίκη ανήγγειλε στη Βουλή, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1913, ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, έδωσε αμέσως μετά την έναρξη των εργασιών το λόγο στον πρωθυπουργό και υπουργό των Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε προσέλθει περιχαρής.
Και εκείνος, εν μέσω θυελλωδών χειροκροτημάτων, ανήλθε στο βήμα και ανακοίνωσε το τηλεγράφημα του αρχιστρατήγου και διαδόχου Κωνσταντίνου, που είχε σταλεί από το στρατηγείο του στο Χάνι του Εμίν Αγά. «Την τρίτην πρωινήν, ήρξατο γενική επίθεσις κατά του φρουρίου Ιωαννίνων».
Στη συνέχεια διάβασε τις αναλυτικές αναφορές για την επίθεση και τα επόμενα τηλεγραφήματα, σύμφωνα με τα οποία, στις 8 το πρωί ο στρατιωτικός διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς επιθυμούσε να παραδώσει τα Ιωάννινα. Έστειλε μάλιστα αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί τα της παραδόσεως.
Και ενώ η αίθουσα σείονταν από τα χειροκροτήματα, ο Βενιζέλος, διάβασε το τηλεγράφημα του υπαρχηγού του Επιτελείου, σύμφωνα με το οποίο «τρεις ίλαι ιππικού υπό την διοίκησιν του υποστρατήγου Σούτσου, εισήλθον εις τα Ιωάννινα μετά της χωροφυλακής».
Αμέσως μετά μίλησαν οι Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Γεώργιος Θεοτόκης, Δημήτριος Ράλλης, Δημήτριος Γούναρης και άλλοι.
Προς το τέλος της συνεδρίασης, ελήφθη από το Χάνι του Εμίν Αγά και άλλο τηλεγράφημα, που γνωστοποιούσε την υπογραφή του πρωτοκόλλου της παραδόσεως. Το φρούριο των Ιωαννίνων- έλεγε το τηλεγράφημα- παραδίδεται στον Ελληνικό Στρατό. Οι Τούρκοι στρατιώτες και οι αξιωματικοί, παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, μαζί με όλο το υλικό τους, τις σημαίες και τα άλογά τους.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό και από τον Τύπο. Ο ποιητής Χρήστος Χρηστοβασίλης δημοσίευσε ποίημα, ειδικά για την περίσταση, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδούμε,
Γιατί ελευτερωθήκανε, Αϊτέ, τα Γιάννινα μας.
Ο Γεώργιος Σουρής έγραψε στο «Ρωμηό» ανάλογο ποίημα.
«Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν' πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου
Που τάσκιαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λεν' οι χτύποι κι οι βροντές το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου».
21 Φεβρουαρίου 1913. Η Ήπειρος ολόκληρη ζούσε μεγάλες στιγμές, μετά την τούρκικη κυριαρχία, που διήρκεσε 482 χρόνια.
ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ : http://21february1913.blogspot.com , http://edrana.blogspot.com