Του Δημητρη Μπουρα
Το 1976, ο «Ταξιτζής» έφερε διακριτικά το μοντέρνο σινεμά στην καρδιά της κινηματογραφικής βιομηχανίας, καθιερώνοντας τον Μάρτιν Σκορσέζε ως έναν από τους μεγάλους ανανεωτές του αμερικανικού κινηματογράφου. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, ξανάρχεται στην επικαιρότητα, αναπαλαιωμένος με την πιο σύγχρονη τεχνολογία.
Ο «Ταξιτζής» της... νέας κοπής έκανε πρεμιέρα πριν από λίγες μέρες στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Παράλληλα, κυκλοφορεί ένα πολυτελές επετειακό λεύκωμα από τον εκδοτικό οίκο Taschen με ανέκδοτη δουλειά του φωτογράφου Στιβ Σαπίρο με θέμα τα γυρίσματα της ταινίας, αλλά και με λεπτομέρειες από το παρασκήνιό της.
Οδηγώντας στη βροχή
Την εποχή που γυριζόταν ο «Ταξιτζής», έβρεχε διαρκώς στη Νέα Υόρκη. Οι απογευματινές καταιγίδες ήταν συχνές και διέκοπταν για μεγάλα διαστήματα τα γυρίσματα. Είχαν γίνει πονοκέφαλος για τον Σκορσέζε. Ο «Ταξιτζής» ήταν η πρώτη ταινία του για λογαριασμό μεγάλου στούντιο (Κολούμπια), όμως ο προϋπολογισμός της ήταν μικρός κι έπρεπε να τηρηθεί αυστηρά το χρονοδιάγραμμα.
Ο καιρός τούς πήγαινε στραβά, ταίριαζε όμως με την ιστορία που είχε γράψει ο Πολ Σρέιντερ. Ο Τράβις Μπικλ οδηγούσε το ταξί του στη 2η και την 3η λεωφόρο, έβλεπε......τη βροχή που παρέσερνε τα πεσμένα φύλλα στους υπονόμους κι ευχόταν κατά βάθος ένα κατακλυσμό που θα καθάριζε την πόλη από τα ανθρώπινα σκουπίδια της.
«Με κατηγόρησαν για τους “Κακόφημους δρόμους”, που είχαν γυριστεί και στο Λος Αντζελες, ότι έδειχνα μόνο τα σκουπίδια στους δρόμους. Εκεί έπρεπε να βάζουμε εμείς τα σκουπίδια στα πεζοδρόμια για να ταιριάξουν στην εικόνα της Νέας Υόρκης. Στον “Ταξιτζή”, το φυσικό σκηνικό ήταν πνιγμένο στη βρωμιά λόγω μιας απεργίας των οδοκαθαριστών. Για να αποφύγω τις ίδιες κατηγορίες, έπρεπε να ελέγξω κάπως την κατάσταση κι έτσι έβαζα το συνεργείο να μαζεύει τα σκουπίδια», λέει ο Σκορσέζε και συμπληρώνει για τον τρόπο που είχε επιλέξει να σκηνοθετήσει τον Ρόμπερτ ντε Νίρο: «Είχα μια βασική αρχή για το καδράρισμα του Τράβις που προσπάθησα να την κρατήσω σε όλη την ταινία. Ηθελα τον φακό εστιασμένο σε αυτόν όταν οι άλλοι τού μιλούσαν. Ο Μπομπ είχε ένα συγκεκριμένο βλέμμα στα μάτια του που απέκλινε από το κανονικό, χωρίς να είναι τρελό».
Ξεχωριστοί συνεργάτες
Εκείνη τη χρονιά, στις Κάννες, ο Ντε Νίρο πήρε το βραβείο ερμηνείας γι’ αυτό το ασυνήθιστο βλέμμα και ο «Ταξιτζής» τον Χρυσό Φοίνικα. Ο Σκορσέζε είχε μόλις παραδώσει ένα άριστο μάθημα σκηνοθεσίας βοηθούμενος από εξαιρετικούς συνεργάτες. Ενας από αυτούς ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Μάικλ Τσάπμαν, ο οποίος λέει για την εμπειρία του: «Ενα μεγάλο μέρος από αυτό που περνάει στις ταινίες ως τέχνη δεν είναι παρά η σωστή λύση σε τεχνικά προβλήματα. Στην περίπτωση του Μάρτι και του “Ταξιτζή” μιλάμε για πολύπλοκα τεχνικά προβλήματα, που μας έκαναν να δουλέψουμε σκληρά. Οι κινήσεις και οι γωνίες του κινηματογραφικού φακού απέκτησαν συναισθηματικό περιεχόμενο».
H αγάπη του Σκορσέζε για τις ταινίες του Χίτσκοκ τον οδήγησε στον μουσικό Μπέρναντ Χέρμαν, στον οποίο έδωσε το σενάριο του Σρέιντερ ζητώντας να γράψει τη μουσική. Η πρώτη απάντηση του Χέρμαν ήταν αρνητική: «Δεν γράφω μουσική για ταξιτζήδες». Oμως, όταν διάβασε το σενάριο, άλλαξε γνώμη λέγοντας στον Σκορσέζε: «Mου αρέσει που ο Τράβις Μπικλ έβαλε μπράντι ροδάκινο πάνω στα κορν φλέικς. Θα το κάνω κι εγώ».
Οι αϋπνίες του Πολ Σρέιντερ
Η ιδέα του «Ταξιτζή» γεννήθηκε το 1973 στο Λος Αντζελες, όπου ζούσε ο κριτικός κινηματογράφου και μετέπειτα σεναριογράφος και σκηνοθέτης Πολ Σρέιντερ. Η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη γι’ αυτόν. «Τις νύχτες οδηγούσα διαρκώς πίνοντας κι, όταν κουραζόμουν, έμπαινα σε κάποιο από τα πορνοσινεμά της πόλης που έπαιζαν 24 ώρες. Κατέληξα στο νοσοκομείο με έλκος στομάχου. Εκεί συνειδητοποίησα πως είχα τρεις εβδομάδες να μιλήσω σε άνθρωπο. Φαντάστηκα τότε τον εαυτό μου σαν ταξιτζή να κινείται μέσα στο μεταλλικό του φέρετρο στους δρόμους της πόλης. Φαινομενικά ανάμεσα σε ανθρώπους, αλλά απολύτως και ολοκληρωτικά μόνος. Η εικόνα του ταξί ήταν μια μεταφορά για τη μοναξιά. Μόλις σχηματίστηκε στο μυαλό μου αυτή η εικόνα, η ιστορία ουσιαστικά ήταν έτοιμη. Η πλοκή ήταν ζήτημα ρουτίνας».
Στην Αμερική των τραυμάτων
Η δεκαετία του ’70 ήταν δεκαετία τραυμάτων και απογοήτευσης για την Αμερική. Για το Χόλιγουντ ήταν η εποχή της μεγάλης αμφισβήτησης. Φωνές διαφορετικές είχαν ήδη υπάρξει. Ο περιθωριακός Τζον Κασσαβέτης στη μοναχική προσωπική του διαδρομή είχε προκαλέσει ρήγματα στη χολιγουντιανή σιγουριά κι ευδαιμονία. Κατόπιν, εμφανίστηκε η γενιά του Μάρτιν Σκορσέζε, του Φράνσις Κόπολα, του Ουίλιαμ Φρίντκιν, του Μπράιαν ντε Πάλμα, του Μπομπ Ράφελσον και άλλων σκηνοθετών, που άλλαξαν την εικόνα του μέινστριμ αμερικανικού κινηματογράφου. «Ο φονιάς και ο άγιος είναι δύο ιδιότητες που σας αρέσει να συνενώνετε στον ίδιο άνθρωπο;», ρωτήθηκε μια φορά ο Ιταλοαμερικανός Σκορσέζε, ο επιφανέστερος της γενιάς των μεγάλων αλλαγών, και δεν δίστασε να απαντήσει λακωνικά: «Ναι, γιατί τον φέρνουν πιο κοντά στον Θεό».
Σκιά τέτοιων ηρώων έγινε ο Σκορσέζε. Τους ακολούθησε στους κακόφημους δρόμους της πόλης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, της Νέας Υόρκης, αποτυπώνοντας στις ταινίες του μια όψη της πραγματικότητας που δεν είχε σχέση με τον αληθοφανή «ρεαλισμό» του Χόλιγουντ. Μεγέθυνε τις λεπτομέρειες της ζωής και έδωσε τραγικές διαστάσεις στο έγκλημα. Η κόλαση των δρόμων ήταν σαν ένας Γολγοθάς προς τη λύτρωση. Οι ιστορίες του σε ό,τι αφορά την πλοκή μπορεί να μην είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον, ήταν όμως ιστορίες για αληθινούς ανθρώπους και όχι μοντέλα χολιγουντιανών ηρώων.
Στον «Ταξιτζή», ένας μοναχικός Νεοϋορκέζος, ο Τράβις Μπικλ, που έχει επιστρέψει από το Βιετνάμ και πάσχει από αϋπνίες, γίνεται ταξιτζής. Στους δρόμους της πόλης απομυθοποιείται το αμερικάνικο όνειρο και η περιπλάνηση του Τράβις σε αυτούς τον οδηγεί στην απόλυτη αποξένωση. Ερωτεύεται την υπεύθυνη της προεκλογικής καμπάνιας ενός γερουσιαστή, όμως αυτή τρομάζει όταν αντιλαμβάνεται πως έχει να κάνει με ένα άτομο στα πρόθυρα ψυχικής διαταραχής. Στη συνέχεια, ο Τράβις ξυρίζει το κεφάλι του σαν Ινδιάνος Μοχόκ και βουτάει στα σκουπίδια σαν εξολοθρευτής άγγελος για να σώσει μια δωδεκάχρονη πόρνη από τον νταβατζή της. «Σκάγαμε στα γέλια, παρότι ήταν βαρύ το έργο», λέει ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο οποίος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στον ρόλο του Τράβις Μπικλ. «Ειδικά σε αυτήν τη σκηνή με το μακελειό προς το τέλος, που αναγκαστήκαμε να τη γυρίσουμε 4 - 5 φορές, γιατί είχε πολλά τεχνικά εφέ και πάντα κάτι αστάθμητο συνέβαινε με τα μηχανήματα. Ηταν αστείο, μια ασήμαντη τεχνική λεπτομέρεια γκρέμιζε όλο αυτό το δραματικό που είχε στηθεί με επιμέλεια».
Ο «Ταξιτζής» μιλάει για τη μοναξιά, τον έρωτα και τον τυφλό θυμό που συσσωρεύεται στην ψυχή ενός ανθρώπου. Κατά τον Πολ Σρέιντερ, που έγραψε το σενάριο της ταινίας, χαρακτήρες σαν και του Τράβις Μπικλ συναντιούνται συχνά στο ευρωπαϊκό και στο γιαπωνέζικο σινεμά. Εκεί όμως, η επιθετικότητα στρέφεται προς τα μέσα και οι ήρωες γίνονται αυτοκαταστροφικοί, φτάνοντας ενίοτε ώς την αυτοκτονία. Σε αντίθεση με αυτούς ο Τράβις είναι ένας αυθεντικός Αμερικανός ήρωας. Δεν αυτοκτονεί, γιατί έχει ακλόνητη την αίσθηση της ηθικής υπεροχής του. Είναι ένας αποξενωμένος θανάσιμος παρατηρητής.
«Νόμιζα ότι κανένας δεν θα έβλεπε τον “Ταξιτζή”. Μόνο ο Μπομπ ήταν σίγουρος για την επιτυχία. Οταν έβαλε την περούκα του Μοχόκ στο κεφάλι του, του καρφώθηκε η ιδέα της επιτυχίας», λέει ο Σκορσέζε.
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Μάρτιν Σκορσέζε έχουν σταχυολογηθεί από τη βιογραφία «Martin Scorsese A Journey» της Μέρι Πατ Κέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου