Γερμανός μυθιστοριογράφος και λυρικός ποιητής, ο Έσσε αποτελεί μία από τις τελευταίες κλασσικές μορφές της γερμανικής λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στο Καλβ της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία στις 2 Ιουλίου 1877. Έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα στο χριστιανικό κλίμα της οικογένειάς του. Από την εφηβεία του όμως, η φιλοσοφική ανεξάρτητη φύση του άρχισε να συγκρούεται με τις θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές αξίες της εποχής του και την οικογένεια, κυρίως με τον πατέρα του.
Οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό επάγγελμα και έτσι φοίτησε σε διάφορα εκκλησιαστικά σχολεία. Αναγκάστηκε να σπουδάσει θεολογία στο Μάουλμπρον. Όμως, μετά από λίγο διάστημα έφυγε (1892), καθώς δεν μπορούσε να αντέξει, καθώς έλεγε, «τη στενότητα και την έλλειψη ανεκτικότητας αυτού του είδους αγωγής», με επακόλουθο να υποστεί επανειλημμένες ψυχικές διαταραχές και να κλειστεί κατά διαστήματα από τους γονείς του σε ψυχιατρείο.
Ήταν μια δύσκολη περίοδος, καθώς «από τα 13 μου ήταν φανερό πως ήθελα να γίνω ποιητής ή τίποτα. Επιτρεπόταν να είσαι ποιητής, το να θέλεις να γίνεις όμως ήταν γελοίο, ντροπή».
Ο Έσσε ξεπέρασε την κρίση εγκαταλείποντας το πατρικό του σπίτι και τις αξίες των γονιών του και κατέληξε στο βιβλιοπωλείο του Τύμπιγκεν, όπου... άρχισε να εκφράζει δημιουργικά τις υπαρξιακές του ανησυχίες δίνοντάς τους λογοτεχνική μορφή. Τα πρώτα λογοτεχνικά του έργα σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και με αυτά άρχισε μια μακρά επιτυχημένη συγγραφική πορεία.
Στο «Λύκο της στέπας» (1927) οι ψυχαναλυτικές εμπειρίες του Έσσε δημιουργούν την εικόνα του αρπακτικού θηρίου, για να δηλώσουν το αχαλίνωτο ορμέμφυτο και το χαοτικό στοιχείο του ανθρώπου που δεν καταφέρνει να συμβιβάσει το θεϊκό με το δαιμονικό μέρος του, τα ένστικτα με το πνεύμα, σε ένα έργο που χαρακτηρίζει ως «ένα ταξίδι στην κόλαση του εαυτού του πορεία στο χάος ενός σκοτεινιασμένου ψυχικού κόσμου».
Παράλληλα, το έργο αυτό αποτελεί έντονη κριτική στην αστική κοινωνία, στην αλλοτρίωση και την υποκρισία που κυριαρχούν στο σύγχρονο πολιτισμό και άνθρωπο.
Σύμφωνα με το μυθιστόρημα αυτό, κάποτε ζούσε ένας άντρας που τον έλεγαν Χάρυ, αλλά το κύριο όνομα του ήταν Λύκος της Στέπας. Βάδιζε με τα δυό του πόδια, ντυνόταν κι ήταν ένας άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας Λύκος της Στέπας.
Είχε μάθει πολλά από αυτά που μπορούν να μάθουν άνθρωποι με δυνατό μυαλό κι ήταν ένας αρκετά έξυπνος άνθρωπος. Αυτό όμως που δεν είχε κατορθώσει να μάθει ήταν το έξης: να 'ναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και τη ζωή του.
Έτσι ήταν ένας ανικανοποίητος άνθρωπος. Τούτο συνέβαινε κατά τα φαινόμενα, γιατί κάθε τόσο ήξερε από τα βάθη της ψυχής του (ή πίστευε πως θα μάθει) ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν άνθρωπος άλλα ένας λύκος από τη στέπα.
Για το ζήτημα αυτό θα μπορούσαν πολλοί σοφοί άνθρωποι να διαφωνήσουν αν πραγματικά ήταν ένας λύκος ή αν κάποτε, ίσως πριν από τη γέννηση του, είχε μεταμορφωθεί σε λύκο από άνθρωπο, ή αν είχε γεννηθεί άνθρωπος, αλλά ήταν προικισμένος με ψυχή ενός λύκου της στέπας και απ' αυτήν κατεχόταν γερά, ή αν αυτή η πίστη, πως ήταν πράγματι λύκος, ήταν απλώς μια υποβολή ή μια αρρώστια. Θα 'ταν δυνατό λόγου χάρη, ο άνθρωπος αυτός στα παιδικά του χρόνια να 'ταν άγριος κι ατίθασος και πολύ άταχτος κι οι δάσκαλοι του θα προσπάθησαν να εξουδετερώσουν τη ζωώδη του φύση κι έτσι ακριβώς με τις ενέργειες αυτές θα συνετέλεσαν να δημιουργηθεί μέσα του αυτή η υποβολή και η πίστη του, πως στην πραγματικότητα ήταν ένα ζώο, με τη λεπτή διάκριση φυσικά πως είχε μια αγωγή κι ανθρώπινη συμπεριφορά.
O ήρωας πασχίζει απεγνωσμένα να 'ρθει σ' επαφή με τη βαθύτερη φύση του. Προσπαθεί να την αναστήσει για να ξαναβρεί τη χαμένη αυτή γνησιότητα αισθημάτων. Tο τίμημα όμως αυτής της εξέγερσης, αυτής της υπέρβασης του μέσου όρου, που σπάει κοινωνικούς συμβιβασμούς και στερεότυπα, είναι η καταδίκη του στην απομόνωση και την απόλυτη μοναξιά.
O Φρόυντ έλεγε πως ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας. O Έσσε αναρωτιέται γιατί. H απάντησή του, με αυτό το συναρπαστικό και συνάμα γοητευτικό μυθιστόρημα, αποδεικνύει ότι ο πολιτισμός της υποκρισίας, του ευνουχισμού, της εκμετάλλευσης και της χρυσωμένης επιφάνειας αλλοτριώνει τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και σκοτώνει τη γνησιότητα των αισθημάτων του.
Ο Χέρμαν Έσσε, πέθανε στην Ελβετία στις 9 Αυγούστου 1962, σε ηλικία 85 χρόνων, αφήνοντας πίσω του ένα πολύ σημαντικό έργο αποτελούμενο από ποίηση και διάφορα πεζά όπως τα : Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα (1899), Πέτερ Καμεντσιντ (1904), Κάτω από τον τροχό (1906), Εντεύθεν (1907), Γείτονες (1908), Γερτρούδη (1910), Πλάγιοι Δρόμοι (1912), Ροσάλντε (1912), Κνούλπ (1915), Στο δρόμο (1915), Ντέμιαν (1919), Κλάιν και Βάγκνερ (1919), Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνγκσορ (1920), Σιντάρτα (1922), Το ταξίδι στη Νυρεμβέργη (1927), Ο λύκος της στέπας (1927), Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930), Ταξίδι στο Μοργκενλαντ (1932), Ώρες στον κήπο (1936), Το παιχνίδι με τις χάντρες (1943).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου