Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός; Έγινε.
Έγινε στην Οντέσσα.
«Θάρθω στις τέσσερις», είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
Να και το βράδι
Έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
………..
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παφλασμών της πολιτείας.
Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
Έπεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
………..
Άξαφνα οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα «πάρ’ το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
«Ξέρετε —
παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε — τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού.
(Απόσπασμα από το «Σύγνεφο με παντελόνια», σε μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου από το βιβλίο Μαγιακόβσκι, Ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος)
«Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός. Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου». Μπρεχτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου