«Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του, και το πλέον απαραίτητο από όλα τα χρέη του (…)» Ρήγας Φεραίος
Ο Ρήγας Φεραίος-Βελεστινλής γεννήθηκε στο θεσσαλικό χωριό Βελεστίνο στα 1757. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Κυριτζής ή Κυριαζής.
Για τα πρώτα τριάντα, περίπου, χρόνια της ζωής του, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ίδιο και την οικογένειά του κι αυτά κυρίως από θρύλους και παραδόσεις.
Η παράδοση εμφανίζει την οικογένεια του Ρήγα ως μία από τις πιο ευκατάστατες στο Βελεστίνο με πολλά κτήματα, τρία μεγάλα χάνια, βυρσοδεψείο, βαφείο και εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων και ταπήτων, στο οποίο εργάζονταν περισσότεροι από 40 εργάτες.
Η οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ρήγα να πάρει καλή μόρφωση. Έτσι, σύμφωνα με ορισμένες πηγές … σπούδασε στη σχολή της Ζαγοράς και σύμφωνα με άλλες στη σχολή των Αμπελακίων, ενώ, όταν αποφοίτησε, δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος στο χωριό Κισσός του Πηλίου.
Στη Θεσσαλία ο Ρήγας δεν έμεινε πολύ. «Φιλελεύθερος ων, και μη υποφέρων την τυραννίαν και τη βαρβαρότητα των της πατρίδας του Οθωμανών – γράφει ο Περραιβός – εγκατέλειψε τη φίλην πατρίδα, πορευθείς εις τόπον ελεύθερον και αρμόδιον προς ανάπτυξιν των ιδεών του, όστις ην η Δακία, το μόνον τότε άσυλον των ελευθεροφρόνων Ελλήνων». Και προσθέτει: «Οσάκις συνέπιπτε λόγος περί τυραννίας των εν Θεσσαλία Οθωμανών, ο Ρήγας απέδιδε τα πρωτεία της βαρβαρότητος και αγριότητος εις τους κατοίκους της πατρίδας του, Βελεστίνου, προσέλεγε δε αστεϊζόμενος “τα γουρούνια του Βελεστίνου έχουν σουρλάν (προβοσκίδα) χοντρότερον, και δόντια σουβλερότερα”».
Ισως για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή ο Ρήγας, μιλούσε με τέτοιο τρόπο για την οθωμανική βαρβαρότητα στο Βελεστίνο, ο θρύλος τον θέλει να φεύγει κυνηγημένος από τον τόπο του, γιατί αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον Τούρκο μην μπορώντας να αντέξει το καθεστώς της οθωμανικής σκλαβιάς.
Κατά τον Δ. Φωτιάδη υπάρχει και άλλη εκδοχή «Το 1774 –γράφει-, υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Κι ακολούθησε ο κατατρεγμός και ο θάνατος από τον Ολυμπο ως το Μοριά. Χιλιάδες ξεριζώθηκαν τότε από τον τόπο τους φεύγοντας στα ξένα… Τότε, λοιπόν, μέσα σε τούτη τη γενική φυγή, πρέπει να ξενιτεύτηκε ο Ρήγας, γύρω στα 1774 με 1777».
Οπως και να ‘χει, ο Ρήγας πέρασε πρώτα από το Αγιο Ορος και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταπιάστηκε με το εμπόριο. «Ηταν προετοιμασμένος για το εμπόριο –παρατηρεί ο Κορδάτος-, γιατί ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους εμποροβιοτέχνες του Βελεστίνου και κοντά στον πατέρα του έμαθε κι αυτός τα μυστικά του εμπορίου».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Ρήγας συνδέθηκε με μία από τις σπουδαιότερες οικογένειες Φαναριωτών, την οικογένεια των Υψηλάντηδων. Για την ακρίβεια προσελήφθη ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παππού των Υψηλάντηδων του ’21, που χρημάτισε ηγεμόνας της Βλαχίας στο διάστημα 1774-1781. «Είχε τότε εν Κωνσταντινουπόλει – γράφει ο Ι. Φιλήμων- ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γραμματέα ίδιον τον Ρήγα Φεραίον, ον εξεπέδευσε νέον εν τη οικία αυτού μεθ’ όλης της πατρικής προνοίας».
Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Το 1786 συναντάμε το Ρήγα στο Βουκουρέστι να δουλεύει αρχικά ως γραμματικός του τοπικού άρχοντα Γρ. Μπραγκοβάνου και στη συνέχεια ως γραμματικός στο παλάτι του ηγεμόνα της Βλαχίας Ν. Μαυρογέννη.
Με δυο λόγια, φεύγοντας από το Βελεστίνο, ο Ρήγας πρόκοψε, απέκτησε χρήματα, περισσότερη μόρφωση και δύναμη, συνδέθηκε με την εξουσία. Εκείνη την εποχή μια σειρά τοπικοί Τούρκοι φεουδάρχες, όπως ο Αλί Πασάς των Ιωαννίνων, ο Μοχάμετ Αλι της Αιγύπτου, ο Πασβανόγλου του Βιδανίου κ.ά., αντιμάχονται την κεντρική οθωμανική εξουσία, ευνοούν τις επαναστατικές κινήσεις και ορισμένοι από αυτούς επηρεάζονται από τις ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα, η Οθωμανική αυτοκρατορία κλονίζεται από τον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο που ξεσπά το 1787. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο Ρήγας γνωρίζεται με τον Πασβανόγλου. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.
Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς, και μένει μαζί του έως το Γενάρη του 1791. Στη Βιέννη συνεργάτες του του Ρήγα ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λι8ογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Στο μικρό αυτό διάστημα που μένει στην αυστριακή πρωτεύουσα, καταφέρνει να τυπώσει τα δύο πρώτα του βιβλία, το «Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών» και το «Φυσικής Απάνθισμα», ενώ αναγγέλλει την έκδοση της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου του Μοντεσκιέ «Το πνεύμα των νόμων».
Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το διάστημα αυτό η Ευρώπη συγκλονίζεται από τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, οι ιδέες της οποίας εξαπλώνονται ραγδαία και κατακτούν το μυαλό και την καρδιά όλων των σκλαβωμένων λαών της Ευρώπης και, φυσικά, το μυαλό και την καρδιά όλων των καταπιεζόμενων τάξεων στις φεουδαρχικές κοινωνίες. Από τις ιδέες αυτές ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστος ο Ρήγας. Το έργο του άλλωστε που προαναφέραμε «Φυσικής Απάνθισμα», αλλά και η ενασχόλησή του με το «Πνεύμα των νόμων» του Μοντεσκιέ φανερώνουν την αναμφίβολη προσχώρησή του στο Διαφωτισμό και την πρόθεσή του να βοηθήσει, ώστε να απαλλαγεί ο λαός στον οποίο απευθυνόταν από την αμάθεια και τις κάθε λογής – θρησκευτικές και άλλες – δεισιδαιμονίες, που εμπόδιζαν το ξύπνημα του πνεύματος και της επαναστατικής δράσης.
|
Βιέννη. "Όποιος Ελεύθερα Συλλογάται, Συλλογάται καλά".
Πλάκα στο κτίριο όπου βρισκόταν το
τυπογραφείο Πούλιου |
Το όραμα του Ρήγα δεν ήταν στενά εθνικό ελληνικό, αλλά ήταν συνδεδεμένο και με την κοινωνική απελευθέρωση όλων των λαών που βρίσκονταν υπό το καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο των υπόδουλων αλλά και αυτών των ίδιων των Τούρκων. Στο Θούριο, για παράδειγμα, έγραφε: «Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά/ για την πατρίδα όλοι νάχωμεν μια καρδιά. Στην πίστη του ο καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,/ στη δόξα του πολέμου να τρέξωμεν μαζί. Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,/ Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,/ Για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί».
Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στο Σύνταγμά του όπου μεταξύ άλλων, προσδιορίζοντας τη «Νέα Πολιτική διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας», σημειώνει: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς».
Σύμφωνα με τον Χρ. Περραιβό, που υπήρξε σύντροφος του Ρήγα, στη «Σύντομη βιογραφία του Ρήγα» αναφέρει ότι ο Ρήγας είχε συστήσει επαναστατική οργάνωση – εταιρία σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. «Οσο διά την πρώτην εταιρείαν του αοιδίμου Ρήγα του Φεραίου – γράφει- χρεωστώ να είπω τινά εν περιλήψει, διότι τα ηξεύρω ακριβέστερα από κάθε άλλον, διότι εχρημάτισα μέλος εκείνης και συγκοινωνός των κινδύνων της». Την ύπαρξη επαναστατικής εταιρίας βεβαιώνει και η αυστριακή αστυνομία.
Αντίθετα, ο Κ. Αμαντος ήταν από τους πρώτους που αμφισβήτησαν την ύπαρξη μυστικής επαναστατικής οργάνωσης του Ρήγα, μη θεωρώντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ούτε τα όσα αναφέρονταν στα αυστριακά αστυνομικά έγγραφα, ούτε φυσικά τη μαρτυρία του Χρ. Περραιβού. «Το σχέδιο του Ρήγα – γράφει- δεν προαπαιτεί την ύπαρξιν μυστικής ωργανωμένης εταιρείας. Ο Ρήγας επεδίωκε κατά πρώτον την παρασκευήν ενθουσιωδών αποστόλων της επαναστάσεως διά των βιβλίων του και διά των Θουρίων ασμάτων… Το σχέδιον του Ρήγα το γνωρίζουν οι φίλοι του, είναι ολοφάνερον, δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες και μυστικόν, το οποίον θα απησχόλει ιδιαιτέραν μυστικήν εταιρείαν».
Είναι βέβαιο ότι οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουν σωθεί και αφορούν το θέμα δε μας δίνουν ολοκληρωμένες πληροφορίες για το πώς ακριβώς ήταν η εταιρία του Ρήγα ως προς την οργάνωση της, τα σχέδιά της, τα μέλη και την εξάπλωσή της. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μας οδηγήσει να αρνηθούμε την ύπαρξη της εταιρεία αυτής.
Από τον Ιανουάριο του 1791 έως και το 1796, ο Ρήγας θα μείνει στο Βουκουρέστι. Στο διάστημα αυτό, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, φαίνεται ότι δούλεψε ως γραμματικός του ηγεμόνα Μ. Σούτσου κι ως διερμηνέας στο Γαλλικό προξενείο.
Ξαναεπιστρέφει στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796, όντας πια ώριμος επαναστάτης. Ετσι, μέχρι το Δεκέμβρη του 1797, εκδίδει τα επαναστατικά έργα του με τα οποία άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην Ιστορία (Χαρτογραφικό έργο, Θούριος, Επαναστατικό Μανιφέστο κλπ.). «Σωστά ειπώθηκε – γράφει ο Φωτιάδης- πως ο “Θούριος” δεν είναι ποίημα, παρά επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους, για να μπορούν εύκολα να την αποστηθίζουν».
Το πόσο σημαντικό ήταν το έργο του Ρήγα για το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων, μας το περιγράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης στα «Προλεγόμενά» του στα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη. «Ο Ρήγας Φεραίος – λέει ο Τερτσέτης- εστάθη ο μέγας ευεργέτης της φυλής μας, το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον Θεού, όσο το αίμα του άγιο».
Τον Δεκέμβριο του 1797, ο Ρήγας αποφασίζει να μεταβεί στην Τεργέστη, μαζί με το νεαρό Χριστόφορο Περραιβό. Σκοπός του, όπως μας πληροφορεί ο τελευταίος στα απομνημονεύματά του, ο Ρήγας ταξίδεψε από τη Βιέννη στην Τεργέστη, με σκοπό να περάσει στη Βενετία και να συναντήσει το Μέγα Ναπολέοντα, προσβλέποντας στη βοήθειά του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Φαίνεται πως στόχος του Ρήγα ήταν να συνδέσει το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα με τη Γαλλία, προσδοκώντας σε ηθική και υλική βοήθεια.
Επίσης, ο Κορδάτος μας πληροφορεί ότι στη Βενετία υπήρχαν πολλοί μυημένοι στην επαναστατική εταιρία του Ρήγα και μέσω αυτών θα κανονιζόταν ταξίδι του στην Ελλάδα.
Πριν φύγει από τη Βιέννη ο Ρήγας, έστειλε στην Τεργέστη, στο φίλο και έμπιστο σύντροφό του Αντώνη Κορωνιό τρία κιβώτια με επαναστατικό υλικό. Επειδή όμως ο Κορωνιός έλειπε στη Δαλματία για εμπορικές δουλειές, τα κιβώτια παρέλαβε ο συνεταίρος του από την Κοζάνη Δημήτριος Οικονόμου, ο οποίος, αφού τα άνοιξε και είδε τι περιείχαν, κατέδωσε τα καθέκαστα στην αυστριακή αστυνομία.
Στις 1 (κατ’ άλλους στις 6) Δεκεμβρίου του 1797 ο Ρήγας και ο Περραιβός έφτασαν στην Τεργέστη κι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το «Βασιλικόν», ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, στο οποίο και κατέλυσαν. Σύμφωνα με τον Περραιβό περί τη μία ώρα της νύκτας εκείνης, και ενώ ο Ρήγας σκόπευε να μεταβεί στον εκεί Γαλλικό πρόξενο, ονομαζόμενο Μπρεσέ, για να λάβει την προστασία του, απροσδόκητα μπήκε στο δωμάτιο που έμεναν ένας αξιωματικός, ο οποίος ρώτησε στα γερμανικά, ποιός καλείται Ρήγας; Εγώ αποκρίθηκε εκείνος. Τότε ο αξιωματικός κάλεσε δύο στρατιώτες που βρίσκονταν απ’ έξω και διέταξε να τους φυλάσσουν ασφαλώς. Αν ο Ρήγας είχε πάει νωρίτερα στον Γαλλικό πρόξενο τότε η Αυστρία δεν θα τολμούσε να πράξει κάτι κατ’ αυτών, γιατί κατά την εποχή εκείνη φοβούνταν πολύ.
Με την ένδειξη σύλληψής τους ο Ρήγας και ο Περραιβός έριξαν στη θάλασσα που ήταν πλησίον τους ένα φάκελο με γράμματα, τα οποία έφεραν υπογραφές πολλών και διαφόρων μεγαλεμπόρων της Ελλάδος, οι οποίες θα χρησίμευαν στην Ελλάδα για την παραλαβή χρημάτων, καθώς και τη σφραγίδα του έθνους, η οποία έφερε το σχήμα και τη μεγαλειότητα του Ισπανικού δίστηλου, στην επιφάνειά της ήσαν τρία ρόπαλα, ευρισκόμενα πλαγίως, και στο καθένα από αυτά τρεις σταυροί, ενώ στην περιφέρεια αναγράφονταν τα εξής “Υπέρ Πίστεως, Πατρίδος, Νόμων και Ελευθερίας”.
Λίγο μετά τη σύλληψή τους, ο Ρήγας και ο Περραιβός υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Μη γνωρίζοντας όμως ο Περραιβός γερμανικά, απάντησε γι’ αυτόν ο Ρήγας, ο οποίος πήρε όλη την ευθύνη πάνω του λέγοντας: «Εγώ αυτόν τον νέον δεν τον γνωρίζω ως συγκοινωνόν μου, αλλ’ ως συνοδοιπόρον, μάλιστα (καθώς μ’ εξωμολογήθη) μέλει να υπάγη εις την Ακαδημίαν της Μπάδουβας να διδαχθή την ιατρικήν».
Οι αστυνομικοί μη έχοντας κάποιο στοιχείο σε βάρος του Περραιβού (κατ’ άλλους ο Περραιβός είχε Γαλλική υπηκοότητα) αποδέχθηκαν τις εξηγήσεις του Ρήγα. Διέταξαν τον πρώτο να μεταφερθεί και να μείνει σε άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ τον Ρήγα τον οδήγησαν στη φυλακή, ανοίγοντας έτσι το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, αυτό που έμελλε να λάβει τέλος με τον φυσικό του θάνατο.
Συλλήψεις επαναστατών ή υπόπτων για επαναστατική δράση έγιναν επίσης σε Βιέννη, Πέστη, Σεμλίνο. Εκτός από τον Ρήγα συνελήφθησαν ο Ευστράτιος Αργέντης, έμπορος από τη Χίο, ετών 31, ο Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός από τα Ιωάννινα, ετών 32, ο Αντώνιος Κορωνιός έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ετών 27, ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου, ετών 31, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούτζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα, ετών 22, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής ιατρικής, από την Καστοριά, ετών 24 και ο αδελφός του Παναγιώτης Εμμανουήλ, υπάλληλος του Αργέντη, ετών 22 (οι επτά που συνόδεψαν τον Ρήγα ως το θάνατο) αλλά και οι Γεώργιος Πούλιος, Φιλ. Πέτροβιτς, Γ. Θεοχάρης, Κ. Τούλιος και Κ. Δουκάς.
|
Ο χώρος κράτησης του Ρήγα Φεραίου στον πύργο
(μετά την ανακαίνιση του πύργου Νεμπόϊσα) |
Ο Ρήγας και οι πρώτοι επτά συλληφθέντες παραδόθηκαν, τον Απρίλη του 1798, στις τουρκικές αρχές – γιατί ήσαν Τούρκοι υπήκοοι – και μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι. Υστερα απ’ αυτό το γεγονός το τέλος τους ήταν κάτι περισσότερο από προδιαγραμμένο. Το βράδυ της 12ης Ιουνίου (νέο ημερολόγιο) του 1798, οι οκτώ Ελληνες που κρατούνταν φυλακισμένοι στο κάστρο Nebojsa του Βελιγραδίου, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα κελιά τους διά της μεθόδου του στραγγαλισμού.
Τα πτώματα των νεκρών ρίχτηκαν στο Σάβα, παραπόταμο του Δούναβη, που τώρα χωρίζει το παλιό από το νέο Βελιγράδι.
Να σημειωθεί ότι μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδηνίου και ο Αλή Πασάς, αλλά μάταια.
|
Άγαλμα του Ρήγα Φεραίου
σε πλατεία του Βελιγραδίου |
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1798, ο Αυστριακός συνταγματάρχης Schertz, με μια σύντομη αναφορά του από το Σέμλινο, προς το υπουργείο Στρατιωτικών στη Βιέννη, έδωσε όλα τα στοιχεία του στυγερού εγκλήματος: «Ο Καϊμακάμης- έγραφε ο Schertz- έλαβε την παρελθούσαν εβδομάδα εκ Κωνσταντινουπόλεως φιρμάνιον, καθ’ ο εν μεγίστη μυστικότητι την τρίτην μετά την άφιξιν του φιρμανίου ημέραν διέταξε νύκτωρ τον στραγγαλισμόν πάντων των οκτώ καθειργμένων Ελλήνων, μετά δε την τέλεσιν της πράξεως ενήργησε να διαδοθή, ότι είχον αποδράσει άπαντες εκ της φυλακής, και δη έστειλεν άνδρας προς δήθεν καταδίωξιν αυτών κατά τας λεωφόρους».
Η είδηση του θανάτου του Ρήγα και των συντρόφων του συγκλόνισε λαούς και προσωπικότητες απ’ άκρου εις άκρον της βαλκανικής χερσονήσου, ιδιαίτερα δε όσους προσέβλεπαν στις επαναστατικές ιδέες της εποχής και στους ανθρώπους που τις υπηρετούσαν.
Εκείνο το διάστημα που οι αυστριακές αρχές προχωρούσαν στην απέλαση των οκτώ μελλοθανάτων, ο Αδαμάντιος Κοραής, μαντεύοντας το τραγικό τους τέλος έγραφε: «Παρίστανται ίσως ταύτην ώραν δέσμιοι έμπροσθεν του τυράννου οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ισως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχήν των, διά να υπάγη να συγκατοικήση με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν».
«Τα πρώτα χρόνια έπειτα από την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό – γράφει ο Φωτιάδης- στα καφενεία και στα σπίτια, στις πολιτείες και στα χωριά, έβλεπες κρεμασμένη μια χαλκογραφία που παρίστανε την Ελλάδα κουρελιασμένη, γονατισμένη κι αλυσοδεμένη. Δυο άνδρες γύρευαν να τη σηκώσουν σπάζοντας τα δεσμά της. Ο ένας ήταν ο Κοραής κι άλλος ήταν ο Ρήγας».
|
Ο πύργος Νεμπόϊσα στο Βελιγράδι |
Φέτος, στις 29 Απριλίου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας εγκαινίασε στο Βελιγράδι μουσείο στον Πύργο Nebojsa (Νεμπόϊσα), τον τόπο όπου μαρτύρησε και θανατώθηκε ο Ρήγας Φεραίος. Ο Πύργος αποκαταστάθηκε με χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους και του Δήμου Βελιγραδίου και το δεύτερο επίπεδό του είναι αφιερωμένο στο Ρήγα Φεραίο, όπου με τη χρήση πολυμέσων παρουσιάζονται οι ιδέες, η ζωή και το έργο του.