Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Το πικρόν της ζωής του ταξείδιον

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ

Είναι δυνατόν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας να οδηγήσει έναν άνθρωπο -και μάλιστα επιφανή λόγιο- στο φρενοκομείο και στο θάνατο; Πρόκειται για επιπόλαιη εκτίμηση. Προφανώς υπάρχει προδιάθεση, που με κάποια αφορμή εκδηλώνεται μ' αυτή τη δραματική κατάληξη.

Είναι η περίπτωση του Γεωργίου Βιζυηνού, που 115 χρόνια από το θάνατό του (15 Απριλίου 1896, στα 47 του), έχει επιβιώσει ως ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες, τα έργα του οποίου διαβάζονται, παρουσιάζονται σε θεατρικές, κινηματογραφικές, τηλεοπτικές μεταφορές - διδάσκουν και τέρπουν. Εργα που συνδυάζουν «με πρωτότυπο και αριστουργηματικό τρόπο τη ρεαλιστική με την ψυχογραφική εμβάθυνση» (κατά το λήμμα του «Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδ. «Πατάκη»).


Ως ποιητής, και μάλιστα βραβευμένος, ξεκίνησε και ήθελε να καταξιωθεί, αλλά τελικά είναι ο πεζογράφος που επικράτησε. «Χωρίς διάθεση παραδοξολογίας, θα μπορούσα να πω ότι η πνευματική ιστορία του Βιζυηνού είναι η ιστορία ενός ποιητή που αποδεικνύεται πεζογράφος», γράφει ο Παναγιώτης Μουλλάς («Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός»). Τα ποιήματά του, ωστόσο, παιδικά σ' ένα μεγάλο μέρος, σημάδεψαν…τα μαθητικά μας χρόνια - μερικά και ως τραγούδια, μαζί με άλλα, μελοποιημένα από συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Σπανός («Παιδί μου ώρα σου καλή») και ο Νίκος Ξυδάκης.
«Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποίος ο φονεύς του αδελφού μου», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Ο Μοσκώβ Σελήμ», τα γνωστά του διηγήματα-διαμάντια («Ελληνα Ντοστογέφσκι», τον αποκαλεί ο Αγγελος Σικελιανός), με μια θελκτική καθαρεύουσα (και το κρίμα στο λαιμό όσων ρέπουν προς τους μεταγλωττισμούς), με τους διαλόγους μεταξύ απλών ανθρώπων στη δημοτική - που σημαίνει ότι γνώριζε άριστα και τις δύο.

Δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχής ο βίος του - που ενδιαφέρει περισσότερο εδώ. Γεννημένος στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ορφανός από πατέρα στα 5 του, κατάφερε ωστόσο, προστατευόμενος, να σπουδάσει, κυρίως στο εξωτερικό, αρχικά σε θρησκευτικές σχολές, στη συνέχεια φιλοσοφία, για να καταλήξει υφηγητής φιλοσοφίας στην Αθήνα και καθηγητής δραματολογίας στο Ωδείο. Εκεί και η δεκατετράχρονη μαθήτρια Μπετίνα Φραβασίλη, πλατωνικός του έρωτας.

Στο φρενοκομείο
«Ολα τα όνειρα συγκεντρώνονται επάνω της. Ο παλιός κλονισμός έχει βαθειά ταράξει τη διανόηση του ποιητού», γράφει ο Νικόλαος Βασιλειάδης («Εγκώμιον Γ. Βιζυηνού»). Η κατάστασή του με τον καιρό χειροτερεύει. Ηταν τον Μάρτιο του 1892 να του γίνει μια εκδήλωση στον «Παρνασσό». Μια εβδομάδα νωρίτερα όμως, καταλαμβάνεται από κρίση: «Ηταν στην όψη ωχρός, είχε φυσιογνωμίαν αγριωπά αλλοιωμένην, στα μαύρα μάτια του σαν ένας κόσμος ξωτικός να σπιθοβολούσε και να ζητή να τον αφήσουν μόνον, να πάγη στην παρθένα ερωμένη του και να στιχουργή προχείρους στίχους, να ζητή άνθη, πολλά άνθη, να ράνη, να στεφανώση τους γάμους του». Ο δρόμος για το φρενοκομείο είχε ανοίξει. Για τον κόσμο των γραμμάτων ήταν πλέον νεκρός. Αλλά είχε και καλές στιγμές.
Σε τέτοιες στιγμές έγραψε το ποίημα που αρχίζει με το στίχο «Μέσ' στα στήθια μου η συμφορά» και καταλήγει με το περίφημο δίστιχο «μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου...». 

Εκεί στο Δρομοκαΐτειο άφησε την τελευταία του πνοή («συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως», ενώ αναφέρεται και μια σύφιλη, που είχε αρπάξει στη Γερμανία). Ιδού πώς περιγράφει τις τελευταίες του ημέρες ο Γεώργιος Δροσίνης («Απαντα», «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», τ. 7ος, φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα, ΣΔΩΒ): «Τρελός ησυχώτατος, εντελώς ακίνδυνος, και γι' αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα μ' έναν φύλακα γύρω στα πεύκα. Δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεώς του κ' ενόμιζε πως αυτός ήτον ο φύλακας κι' ο φύλαξ ήτον ο τρελός, που τον είχαν εμπιστευθή στη φύλαξή του. Και τον παρηγορούσε, πως θα γίνη καλά γρήγορα και πως, όταν θα γυρίση στην κοινωνία, θα του δώση θέση στα μεταλλεία του! Γιατί μέσα στην τρέλα του είχε καρφωτή ιδέα για κάποια μεταλλεία δικά του στη Θράκη, που θα τον έκαναν αφάνταστα πλούσιον!
»Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο, που παραχώρησεν ο Δήμος Αθηναίων, κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου, λίγο παρέκει από το Λυσικράτειο μνημείο Καραπάνου. Η Ιφιγένεια Συγγρού, που τον συμπαθούσε πολύ, μας έδωσεν όσα χρειάστηκαν για να εξασφαλίσωμε τον τάφο με μια μαρμάρινη πλάκα κ' ένα μαρμάρινο περίζωμα. Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους κι' ο Παλαμάς το διάλεξε:
»Κι' αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου