Στο τέλος της ημέρας που τα έκανε όλα διαφορετικά, κατάλαβε ότι παρέμενε ίδιος. Την επόμενη ημέρα τα έκανε όλα ίδια. Αλλά είχε πια αλλάξει. Οπότε μπερδεύτηκε. Και την τρίτη ημέρα δεν ήξερε πώς να φερθεί. Άφησε να τον οδηγήσει η συνήθεια. Δεν έκανε τίποτα. Πέρασε μέσα σε αυτήν την ακινησία τα επόμενα εβδομήντα έξι χρόνια. Έπειτα τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Καιρός να αναλάμβανε πάλι δράση. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε καθαρό πουκάμισο κι ένα βρώμικο, παλιό παντελόνι. Βγήκε έξω. Συνάντησε κατά σειρά έναν άνθρωπο που δεν ήξερε, έναν σκύλο που δεν ήξερε και έναν κόσμο που δεν του θύμιζε τίποτα. Πτοήθηκε. Να γύριζε σπίτι; Αποφάσισε να συνεχίσει. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο. Αγόρασε τσίχλες. Μάσησε δύο, έφτυσε μια τρίτη, κατάπιε μια τέταρτη. Όλο αυτό του φάνηκε χαζό. Έδωσε τις περισσευούμενες σε έναν ζητιάνο και μια καλοντυμένη κυρία. Εξ ημισείας. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Στις λάμπες του δρόμου ήταν κρεμασμένα μαύρα τρανζίστορ. Άρχισαν να παίζουν όλα μαζί. Έπαιξε κι αυτός μαζί τους. Μέχρι που σήκωσε το κεφάλι του ακόμη ψηλότερα. Πέτυχε τον ουρανό. Από εκεί ήταν κρεμασμένα μόνο σύννεφα και κάτι φωτεινό, που μπορεί να ήταν ήλιος μπορεί όμως και όχι. Δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος. Κοίταξε ακόμη ψηλότερα. Αλλά αυτό που μπορεί να ήταν ήλιος μπορεί και όχι, τον τύφλωσε. Τυφλός πλέον, προσπάθησε να συνεχίσει τη βόλτα του πέφτοντας όμως διαρκώς πάνω σε περαστικούς. Μερικοί τον..............έβριζαν, μερικοί άλλοι όχι. Κάποιος του έγλειψε το αυτί. Το βρήκε αποκρουστικό και ερεθιστικό μαζί. Προσπάθησε να γλείψει το άλλο του αυτί μόνος του. Η γλώσσα του δεν έφτανε ως εκεί. Για να τα καταφέρει, θα μπορούσε να κόψει είτε τη γλώσσα είτε το αυτί, αλλά δεν έβλεπε και δεν ήθελε να κάνει λάθος. Άρχισε να γαβγίζει. Άλλες γάτες έφυγαν πανικόβλητες, άλλες φιλοτιμήθηκαν και του έγλειψαν εκείνες το αυτί. Η όρασή του επανήλθε. Αποφάσισε να εκδικηθεί το φωτεινό σώμα που του την είχε προσωρινά αφαιρέσει. Του έκοψε τη γλώσσα και το αυτί. Το φωτεινό σώμα δεν μπορούσε πια να μιλήσει, δεν μπορούσε πια να ακούσει. Και αιμορραγούσε. Άρχισε να βρέχει αίμα. Οι άνθρωποι έβγαλαν τις ομπρέλες τους. Εκτός από αυτούς που δεν είχαν. Αυτοί αναμφίβολα μάτωσαν. Έπεσαν τότε στα πόδια του και τον εκλιπαρούσαν: «Δείξε οίκτο, εκδικητή. Δείξε οίκτο, εκδικητή». Ο εκδικητής μεταπείστηκε. Αλλά ήταν πλέον αργά: άδειο τελείως από αίμα, το φωτεινό σώμα σκοτείνιασε κι έπεσε από τον ουρανό. Τώρα μπορούσε να κοιτάξει ακόμη ψηλότερα. Είδε μια ανοικτή τρύπα που τον οδηγούσε πίσω στον χρόνο, πολύ πίσω, στην αρχή αυτής της ιστορίας. Δεν του έφτανε. Θέλησε να πάει ακόμη πιο πίσω, πριν την πρώτη της λέξη, πριν το πρώτο της έναυσμα. Δεν βρήκε τίποτα. Τρόμαξε με το κενό που μπορεί όμως να γίνεται λέξεις. Κοίταξε πίσω από το κενό. Βρήκε μια γυμνή επιθυμία για νόημα. Την πήρε στα χέρια του κι άρχισε να τη σπάει. Δεξιά έπεσε το επι, αριστερά το θυμία. Στη μέση ο ίδιος. Τα πάτησε και τα δύο με το παπούτσι. Συνέχισε να προχωρά. Στη σόλα είχε κολλήσει η οξεία και τον πονούσε. Πάτησε με δύναμη το πόδι του να ξεκολλήσει, και αντί να ξεκολλήσει, η οξεία κόλλησε και καρφώθηκε στην πατούσα του. Ο πόνος ήταν οξύς. Δάκρυσε. Τα δάκρυά του έπεσαν στη σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, όπου το αίμα που έπεφτε νωρίτερα από τον ουρανό ήταν ακόμη νωπό. Τα δύο υγρά αναγνώρισαν το ένα το άλλο, αναμίχθηκαν και μετατράπηκαν σε κάτι τρίτο και διαφορετικό. Ένα σπουργίτι έσπευσε να δοκιμάσει. Μετά κι άλλα. Έγιναν σμήνος και πέταξαν προς κάπου αλλού. Εκείνος έμεινε εκεί. Τον βλέπουμε να τα κοιτάει να πετούν με βλέμμα απορημένο. Αντιλαμβανόμενος πως κάποιος τον παρακολουθεί, γυρνάει το βλέμμα του καταπάνω μας. Μας κοιτάζει επίμονα. Δεν σταματά. Μέχρι που ουρλιάζει. Μετά γελά. Γελάμε μαζί του. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε. Δεν υπάρχει στα αλήθεια. Όπως άλλωστε κι εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου