Στις αναπτυγμένες χώρες οι άνθρωποι νοσούν κυρίως από καρδιαγγειακά νοσήματα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (παχυσαρκία, καθιστική ζωή, κάπνισμα, άγχος κ.ά.), κακοήθη νεοπλάσματα, εκφυλιστικά νοσήματα (διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, γεροντικές άνοιες κ.ά.), συμβατά με τη μακροζωία, τροχαία ατυχήματα και ψυχικές διαταραχές (δευτεροπαθείς ή πρωτοπαθείς καταθλίψεις, αλκοολισμό, αγχώδεις εκδηλώσεις, τοξικομανία).
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, αντίθετα, οι άνθρωποι ζουν λιγότερο και νοσούν κυρίως από λοιμώδη νοσήματα (ιλαρά, ελονοσία, γαστρεντερίτιδες, σχιστοσωμίαση κ.ά.) και από διαταραχές της θρέψης. Παράλληλα, σε αυτές τις χώρες υπάρχουν και πολλά θύματα από φυσικές καταστροφές, καθώς και από πολεμικές συγκρούσεις.
Σχηματικά, το μοντέλο νοσηρότητας θα μπορούσε να προσδιοριστεί στις πλούσιες χώρες ως η παθολογία ενός γερασμένου, πλούσιου, αστικού πληθυσμού, μεγαλωμένου σε συνθήκες τάξης και αφθονίας, ενώ αντίθετα στις αναπτυσσόμενες χώρες ως η παθολογία ενός νεανικού, φτωχού και αγροτικού πληθυσμού, μεγαλωμένου σε συνθήκες πείνας και αστάθειας.
Πρόσφατη μελέτη της νοσηρότητας στις αναπτυγμένες χώρες κατά τον 20ό αιώνα διαπιστώνει ότι... περνάμε από το μοντέλο της νοσηρότητας της αφθονίας (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνοι, ατυχήματα) στη νοσηρότητα της αστάθειας, με την ανάπτυξη ψυχικών, ψυχοσωματικών και ψυχοκοινωνικών νοσημάτων και διαταραχών. Τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη, η ανία, οι νευρώσεις και οι ψυχοσωματικές διαταραχές αποτελούν πλέον συχνά νοσήματα. Η επίπτωση της σχιζοφρένειας είναι αξιοσημείωτα σταθερή σε όλον τον κόσμο (2-4 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο για 10.000 πληθυσμό). Αντίθετα, οι ελαφρότερες νευρώσεις αποτελούν πλέον το 30-35% του συνόλου των ιατρικών επισκέψεων στις αναπτυγμένες χώρες (κυρίως ασθενείς με αντιδραστική κατάθλιψη), ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες το 15-20% των ιατρικών επισκέψεων υποκρύπτουν νευρώσεις και καταθλίψεις, που συχνά εκφράζονται με σωματοποίηση των ενοχλημάτων, όπως κόπωση ή πόνους.
Το συγκριτικό αυτό μοντέλο νοσηρότητας, που ίσχυε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν αντανακλά πλέον τη νέα κατάσταση της υγείας, όπως διαμορφώνεται στον 21ο αιώνα. Η συνεχιζόμενη μετανάστευση τροφοδοτεί τις αναπτυγμένες χώρες με νοσήματα των αναπτυσσόμενων χωρών (φυματίωση, AIDS), ενώ η απρογραμμάτιστη εκβιομηχάνιση και αστυφιλία των αναπτυσσόμενων χωρών έχει αποτέλεσμα την εμφάνιση νοσημάτων που σχετίζονται με την καθιστική ζωή και την παχυσαρκία (υπέρταση, στεφανιαία νόσος κ.ά.), αλλά και τη διάδοση φαινομένων όπως το κάπνισμα, ο αλκοολισμός, η τοξικομανία, η αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων, η κλιμακούμενη βία και η αύξηση των ψυχικών διαταραχών. Ετσι, τα ονομαζόμενα «νοσήματα της αφθονίας» γίνονται και νοσήματα των φτωχών. Το πιο καλά μελετημένο παράδειγμα είναι αυτό της ισχαιμικής νόσου του μυοκαρδίου, η οποία, ενώ κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα χαρακτηριζόταν νόσημα των πλουσίων, σήμερα έχει γίνει πιο συχνή στις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις.
Παρόμοια κατανομή αρχίζει να παρατηρείται και για άλλα νοσήματα, όπως η υπέρταση, το δωδεκαδακτυλικό έλκος, οι νεφροπάθειες, οι αυτοκτονίες, καθώς και για την παχυσαρκία. Οι τάσεις αυτές οδηγούν σε ομογενοποίηση της αρρώστιας σε όλο τον πλανήτη, αναδεικνύοντας ένα νέο παγκόσμιο μοντέλο νοσηρότητας.
ΠΗΓΗ : www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου