ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Ζούμε σήμερα οδυνηρές ιστορικές στιγμές, που θυμίζουν έντονα εκείνες που η ανθρωπότητα εβίωσε κατά τη δεκαετία του 1920-1930 και είχαν οδηγήσει στη μεγάλη κρίση του 1929, με τις συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε. Οι κυβερνήσεις, με τον αυτό πάντα δογματισμό και κυνισμό, μεθοδεύουν την εμβάθυνση της κρίσης προς αποκλειστικό όφελος του χρηματιστικού κεφαλαίου, δηλαδή των τραπεζών, των χρηματιστών, των κερδοσκόπων.
Όπως σημειώνει η βρετανική Γκάρντιαν, το «τραγούδι της κρίσης» είναι γνωστό και σήμερα το άδουν όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ιθύνοντες, υπό τον συντονισμό των αρχόντων του μεγάλου χρήματος και με κόστος την αποδιάρθρωση των κοινωνιών και το σάρωμα ακόμη και των πιο αναγκαίων προϋποθέσεων της ανθρώπινης ζωής. Η επίθεση του χρήματος δεν είναι μόνον οικονομική, πολιτική, αλλά επίσης πολιτισμική και ακόμη περισσότερο βιο-πολιτική, δηλαδή κλονίζει ακόμη και τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Στον βωμό του αφηρημένου χρήματος θυσιάζονται σήμερα όλα, χωρίς κανέναν περιορισμό και καμιά επιφύλαξη, ούτε την......ελάχιστη κόκκινη γραμμή. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τίποτε στο οποίο να θεωρεί ότι υστερεί έναντι των Ευρωπαίων ομολόγων της, σε ό,τι αφορά στην ολική επίθεση εναντίον του κόσμου της εργασίας και εναντίον ακόμη και των πιο στοιχειωδών προϋποθέσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στη συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών της Πέμπτης 21 Ιουλίου, η Ευρώπη έδειξε όχι μόνον την ανυπαρξία της στη σημερινή κρίσιμη στιγμή, αλλ’ επιπλέον έδειξε την θετική συμβολή της στη δραματική επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού και κοινωνικού πεδίου. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη παραμένει κάτι το αδιανόητο για τον γερμανικό νεο-εθνικισμό και αντίθετα διατηρείται η χωροφυλακίστικη νοοτροπία της επιτήρησης των αδύναμων εταίρων από τους ισχυρούς. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι, σε στιγμές κρίσης, η ανάγκη αλληλεγγύης θα έπρεπε να υπερισχύει της αρχής των κυρώσεων εις βάρος των αδύναμων. Όταν το κόστος της κρίσης επιρρίπτεται στους οφειλέτες και στους αδύναμους, τότε η κρίση μοιραία βαθαίνει και η έξοδος από αυτήν περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Ακόμη και τα προβλήματα εξυγίανσης και ανταγωνιστικότητας τίθενται με απείρως περιπλοκότερους όρους και στην πράξη αποβαίνουν ανεπίλυτα, ενόσω το κόστος επίλυσής τους επιρρίπτεται αποκλειστικά και μόνον στους οφειλέτες. Από την άλλη πλευρά, οι πλεονασματικοί εταίροι, ενώ δυστροπούν στο να φέρουν το κόστος που τους αναλογεί για την έξοδο από την κρίση, δεν διστάζουν παράλληλα να επιβάλλουν εξοντωτική λιτότητα εισοδημάτων και περικοπές δημόσιων δαπανών, εν ονόματι της εδώ και τώρα ανάγκης εξισορρόπησης των δημοσιονομικών ισοζυγίων.
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι περικοπές δαπανών και εισοδημάτων σε περίοδο ύφεσης δεν αποφέρουν μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων, αλλά περαιτέρω εκτίναξή του. Εάν το ελληνικό χρέος αποβαίνει μη-διαχειρίσιμο, αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο Μνημόνιο, που αφ’ ενός σωρεύει αφάνταστα πρόσθετα χρέη και αφ’ ετέρου συρρικνώνει το εθνικό εισόδημα, το οποίο θα έπρεπε να εξυπηρετεί το χρέος. Παράλληλα, το Μνημόνιο διαιωνίζει και επιδεινώνει το δημόσιο έλλειμμα, το οποίο, υποτίθεται, σκοπεύει κατά προτεραιότητα να περιορίσει. Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει όχι μόνον αρνητική όσον αφορά τη θετική διαχείριση της κρίσης που έχει σήμερα ενσκήψει, αλλά και ανεπανόρθωτα θετική όσον αφορά τις αρνητικές επιλογές που βαθαίνουν την κρίση, την περιπλέκουν και την καθιστούν κυριολεκτικά ανεπίλυτη.
Για την υπέρβαση και την απεμπλοκή από τη σημερινή κρίση θα έπρεπε να πάψουν να θεωρούνται ταμπού τα προνόμια και δικαιώματα του χρήματος και να δοθεί προτεραιότητα στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας. Απαράκαμπτη προϋπόθεση γι' αυτό θα ήταν μια μεγάλης εκτάσεως αναδιανομή των εισοδημάτων με ενίσχυση των αδύναμων και των αποκλεισμένων από κάθε κατανάλωση, όπως επίσης η καταπολέμηση της ανεργίας και η στήριξη της απασχόλησης, δεδομένου ότι μόνον αυτές οι δαπάνες έχουν το υψηλότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ανάκαμψη της οικονομίας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οπωσδήποτε είναι αναγκαίες, αλλά δυσκολότερα πραγματοποιούνται σε μια οικονομία που καταβυθίζεται στην ύφεση από ό,τι σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία, που εξ αυτού ακριβώς του λόγου αποβαίνει ασύγκριτα πιο εύπλαστη και αποδοτική. Κάθε επιλογή που οπισθοδρομεί την οικονομία τροφοδοτεί μοιραία την ισχύ και την αρπακτικότητα του χρήματος, ιδίως με όρους αρπαγής περιουσιακών στοιχείων, ενώ η αντίθετη επιλογή, αυτή που τονώνει την οικονομία, ενισχύει τη θέση του κόσμου της εργασίας έναντι των εισοδηματιών, των κερδοσκόπων και των κοινωνικών κηφήνων του αφηρημένου χρήματος.
avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου