Η ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών εκλογών στην Ελλάδα είναι μία συναρπαστική περιπέτεια. Η πολιτική αντιπαράθεση και οι κοινωνικές συγκρούσεις τη συνοδεύουν σε ολόκληρη την πολυτάραχη ιστορία της. Πολλές φορές το αποτέλεσμα που δίνουν οι κάλπες, αποτελεί το προμήνυμα πολιτικών ανατροπών.
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει μακρά παράδοση στον ελληνικό χώρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η Οθωμανική επικράτεια διαιρούνταν σε εγιαλέτια. Ένα από αυτά ήταν της Ρούμελης που περιλάμβανε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Θράκη, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Μακεδονία από τα υψίπεδα της Βοσνίας μέχρι τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου.
Ένα άλλο ήταν το εγιαλέτι των Νήσων, όπου υπάγονταν τα νησιά του Αιγαίου, η Πελοπόννησος, η Στερεά, η περιοχή της Καλλίπολης και η μικρασιατική Τρωάδα.
Τα εγιαλέτια χωρίζονταν σε σατζάκια, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, η Ανατολική Στερεά. Υποδιαίρεσή τους ήταν οι καζάδες, κάτι ανάλογο με τους σημερινούς νομούς.
Η Αττική, εκτός από τη Μεγαρίδα, αποτελούσε έναν καζά. Σε δέκα καζάδες τεμαχιζόταν το σατζάκι του Ευρίπου (Ανατολική Στερεά). Με τη σειρά του ο κάθε καζάς είχε τις κοινότητες του.
Η κεντρική διοίκηση είχε λεπτομερή κατάσταση για όλο αυτό το δίκτυο. Με βάση τα όσα γνώριζε για το μέγεθος του πληθυσμού και για την οικονομική δραστηριότητα κάθε περιοχής, όριζε τους φόρους που έπρεπε να πληρωθούν και τα ποσά που έπρεπε να φτάσουν στον κορβανά της.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που είτε η κεντρική διοίκηση είτε οι τοπικοί άρχοντες ανέθεταν σε ιδιώτες (τους γνωστούς μας φοροεισπράκτορες) τη δύσκολη, αλλά εξαιρετικά κερδοφόρα, αποστολή της είσπραξης και της απόδοσης των φόρων. Αυτοί οι μεσάζοντες, στην συνήθη προσπάθεια τους να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη, αύξαναν αυθαίρετα και υπέρμετρα τη φορολογία κάνοντας έτσι ακόμα πιο δύσκολη τη θέση των υποτελών στο σουλτάνο.
Το καθορισμένο από το φοροεισπράκτορα ποσό κατένειμαν στους κατοίκους των κοινοτήτων οι πρόκριτοι, οι αποκαλούμενοι και κοτζαμπάσηδες. Στο μοίρασμα των φορολογικών βαρών έπρεπε κανονικά να λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και την οικονομική δυνατότητα των συγχωριανών τους. Οι άρχοντες της τοπικής κοινότητας είχαν την ευθύνη επίσης για την τήρηση της τάξης, για τα εκκλησιαστικά, τα εκπαιδευτικά ζητήματα και για τη διευθέτηση δικαστικών διαφορών.
Όλα αυτά έδιναν στους προκρίτους τη δυνατότητα να αποκτήσουν μεγάλη εξουσία που πολλές φορές την ασκούσαν κατά τρόπο σατραπικό.
Μπορεί ο Καλλικράτης, το όνομα του οποίου πήρε το σχέδιο της τελευταίας αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης, να ήταν ένας σημαντικός αρχιτέκτονας στην εποχή του Περικλή, να έκτισε μαζί με τον Ικτίνο τον Παρθενώνα και να συμμετείχε στην οικοδόμηση των Μακρών Τειχών (460-450 πΧ.), όμως ο Καποδίστριας ήταν εκείνος που έθεσε τα θεμέλια για το σύγχρονο κράτος και γι’ αυτό τιμήθηκε με το όνομά του η πρώτη διοικητική μεταρρύθμιση του δημοτικού χάρτη της Ελλάδας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας με το διάταγμα της 13ης Απριλίου 1828, ενέταξε τις υπάρχουσες κοινότητες, του περιορισμένου τότε σε έκταση Ελληνικού Κράτους, σε επαρχίες, τις οποίες διοικούσαν διορισμένοι έπαρχοι. Οι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να εκλέγονται στα κεφαλοχώρια, αλλά δεν είχαν πια παρά μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Μέχρι το 1831 που δολοφονήθηκε και σε διάστημα τρεισήμισι χρόνων, ο Καποδίστριας δημιούργησε κράτος από τα ερείπια.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία χρόνια από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου και την αναγνώριση διεθνώς του ελληνικού κράτους. για να θεσπιστεί ο νόμος "περί συστάσεως των δήμων".
Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, η Αντιβασιλεία προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος της 15ης Απριλίου 1833, το οποίο διέλυε τις κοινότητες και τις αντικαθιστούσε από τους δήμους.
Σε καθεμιά από τις νέες διοικητικές μονάδες συγχωνεύονταν δέκα με δεκαπέντε παλιές κοινότητες.
Οι δήμοι υπάγονταν σε 47 επαρχίες και οι επαρχίες σε 10 νομαρχίες και αφορούσαν σαφώς στα όρια του τότε Ελληνικού Κράτους, Τα όρια των νομών διέφεραν από τα σημερινά, όπως συνέβαινε σε ορισμένες περιπτώσεις και με τις πρωτεύουσες τους. Ήταν οι νομοί: Αττικοβοιωτίας (με πρωτεύουσα την Αθήνα), Φωκίδας και Λοκρίδας (με πρωτεύουσα τα Σάλωνα, τη σημερινή ’μφισσα), Αιτωλοακαρνανίας (Μεσολόγγι), Ευβοίας (Χαλκίδα), Κυκλάδων (Ερμούπολη), Αχαΐας και Ήλιδας (Πάτρα), Αργολιδοκορινθίας (Ναύπλιο), Αρκαδίας (Τρίπολη), Μεσσηνίας (Κυπαρισσία), Λακωνίας (Μιστράς).
Όμως το καθεστώς της βαυαροκρατίας και η πολιτική του έκφραση, η Αντιβασιλεία, δίσταζαν να προσδιορίζουν την ημερομηνία διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών.
Οι Βαυαροί που κυβερνούσαν το νεοσύστατο βασίλειο, και η Αντιβασιλεία που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες όσο ακόμα ο Όθωνας ήταν ανήλικος, δίσταζαν να εμπιστευτούν τη λαϊκή ψήφο.
Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι η ψηφοφορία δεν ήταν ακόμη ούτε καθολική ούτε άμεση. Καθολική δεν ήταν, επειδή το εκλογικό δικαίωμα δεν αναγνωριζόταν σε όλους τους δημότες, παρά μόνο σε όσους κατείχαν μία σεβαστή περιουσία και, συνεπώς, κατέβαλλαν στους υψηλότερους φόρους και δεν ήταν άμεση επειδή οι μεν πάρεδροι αναδεικνύονταν από ένα ειδικό εκλεκτορικό σώμα, το δημαιρεσιακό συμβούλιο, ο δε δήμαρχος επιλεγόταν από τον ανώτατο άρχοντα μεταξύ τριών επικρατέστερων.
Η κεντρική εξουσία χειραγωγούσε το νέο διοικητικό μηχανισμό μέσω του ελέγχου και μέσω της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών τοπικών αρχόντων.
Το 1834 εφτά αξιωματούχοι μοιράζονταν σε νομαρχιακό επίπεδο την εξουσία: ο νομάρχης, ο μητροπολίτης, ο έφορος, ο δημόσιος ταμίας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής, ο επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας, ο επικεφαλής του σώματος των μηχανισμών.
Οι αποφάσεις των δημοτικών αρχών δεν ίσχυαν, αν δεν εγκρίνονταν από το νομάρχη. Για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια. Τα μέτρα που ψηφίζονταν από τα δημοτικά συμβούλια είχαν ισχύ μόνο, αν οι νομάρχες ή οι έπαρχοι δεν εξέφραζαν αντίρρηση εντός δεκαπενθημέρου από την κοινοποίηση των ψηφισμάτων. Εναντίον των αποφάσεων του νομάρχη ή του έπαρχου οι δήμοι είχαν δικαίωμα προσφυγής στην κεντρική διοίκηση.
Οι πρώτες κάλπες για τις δημοτικές εκλογές στήθηκαν τον Ιούλιο του 1834 στον νομό της Αργολιδοκορινθίας, έναν από τους δέκα νομούς της οθωνικής Ελλάδας, ενώ οι Νεοέλληνες τις γνώρισαν το 1835. Οι εκλογές στην Αθήνα διεξήχθησαν από τις 15 μέχρι τις 20 Μαρτίου 1835, με την ευθύνη τριμελούς επιτροπής με επικεφαλής τον εκτελούντα χρέη Δημάρχου Ειρηνοδίκη Αττικής, ενώ το εκλογικό σώμα που ψήφισε αποτελείτο από 800 άτομα, βεβαίως όλοι άνδρες.
Οι εκλογείς εξέλεγαν 18μελές Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο μαζί με ίσο αριθμό «εκ των πλέον φορολογουμένων και εχόντων δικαίωμα ψήφου δημοτών» εξέλεγαν τρεις υποψηφίους για τη θέση του Δημάρχου και από έναν για τις θέσεις των παρέδρων (όπως τότε ονομάζονταν οι αντιδήμαρχοι). Από τους τρείς υποψηφίους ο «Ελέω Θεού» Βασιλεύς επέλεγε τελικά τον Δήμαρχο της πόλης.
Κατά τους χρόνους βασιλείας του Οθωνα έγιναν εννέα φορές δημοτικές εκλογές, ήτοι τα έτη 1834-35, 1837, 1841, 1847, 1850, 1853, 1855, 1857 και 1861.
Το 1836 οι νομοί καταργήθηκαν και η επικράτεια χωρίστηκε σε 30 διοικήσεις και σε 19 υποδιοικήσεις.
Επανήλθαν όμως το 1845 με τη διαφορά ότι οι επαρχίες αυξήθηκαν σε 49. Από τότε έγιναν πολλές αλλαγές και σήμερα οι νομοί φτάνουν τους 52 με μεγαλύτερο σε έκταση εκείνου της Αιτωλοακαρνανίας και με μικρότερο σε έκταση εκείνον της Λευκάδας.
Όμως τότε οι κοινότητες έμελλε να σβήσουν έτσι εύκολα από το διοικητικό χάρτη της χώρας. Τις επανέφερε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το ν. ΔΝΖ΄/1912.
Στους στρατηγικούς του στόχους συμπεριλαμβάνονταν ο εκσυγχρονισμός και η ισχυροποίηση του κράτους. Για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητη και η διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας. Και κάτι ακόμα: για να επιτευχθεί η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας έπρεπε οι αρμοδιότητες των νέων κοινοτήτων να είναι περιορισμένες, δηλαδή να μην έχουν τις εξουσίες και τους οικονομικούς πόρους που διέθεταν υπό το καποδιστριακό καθεστώς.
Μια ακόμα αλλαγή, σημαντική στη μακρά ιστορική πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η διάσπαση του Δήμου της Αθήνας σε πολλούς μικρότερους δήμους και κοινότητες.
Αυτό συνέβη στη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου, μετά το 1928. Ο μεγάλος αριθμός των συνοικιών αποσπάστηκε από την Αθήνα το 1934. Ήταν ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Νέα Ιωνία, το Περιστέρι, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Χαλκηδόνα, η Νέα Σμύρνη, τα Νέα Σφαγεία, οι Κουκουβάουνες, η Καλογρέζα, ο Υμηττός.
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές οφείλονταν στις ανάγκες που προέκυψαν από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, αλλά και στις σκοπιμότητες της εποχής.
Γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Αλλά αυτό έγινε σε περιορισμένη κλίμακα, αφού το εκλογικό δικαίωμα ήταν μόνο για το εκλέγειν, σε όσες γυναίκες είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Όμως το 70% των γυναικών στην Ελλάδα τότε ήταν άνω των 30 ετών και αγράμματες.
Από τις 2.655 που είχαν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους, τις κάλπες προσήλθαν μόλις 493 «χειραφετημένες» γυναίκες.
Η πρώτη γυναίκα που αναδείχθηκε ή καλύτερα υποδείχθηκε δήμαρχος από 15μελή Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, ήταν το Σεπτέμβριο του 1944 στην Αμαλιάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Ναζί, η φαρμακοποιός Μαρίκα Μπότση- Τσαπαλίρα, η οποία παραιτήθηκε ύστερα από 101 ημέρες.
Η πρώτη όμως που εξελέγη ήταν το 1956 στην Κέρκυρα η Μαρία Δεσύλλα- Καποδίστρια, (δισεγγονή του Γεωργίου Καποδίστρια, αδελφού του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια), σύζυγος του Σταμάτη Δεσύλλα, δήμαρχου της Κέρκυρας, τον οποίο αντικατάστησε μετά τον θάνατό του, παραμένοντας στη δημαρχία μέχρι το 1959.
Από το 1835 οι δημοτικές εκλογές (από το 1844 και οι βουλευτικές εκλογές) γίνονταν με χειρόγραφα ψηφοδέλτια. Μέχρι το 1864, όταν ψηφίστηκαν νέο Σύνταγμα και εκλογικός νόμος, η χρήση τους είχε γίνει συνώνυμο της καλπονοθείας και καμία εκλογική αναμέτρηση έως τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιάβλητη.
Μετά την επανάσταση του Οκτωβρίου 1862, μαζί με το πολίτευμα και την αλλαγή της δυναστείας είχαν ωριμάσει τα πράγματα και για αλλαγές στις εκλογές. Η τριαντάχρονη χρήση του ψηφοδελτίου είχε εδραιώσει την πεποίθηση ότι αυτός ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν «καταλληλότερος εις τα ανεπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον» (απόσπασμα από γνωμάτευση νομομαθών για ενστάσεις κατά του κύρους των πρώτων εκλογών με σφαιρίδια). Το μέγιστο πρόβλημα ήταν οι αναλφάβητοι ψηφοφόροι.
Οι αγράμματοι ήταν αναγκασμένοι να δίνουν τα ψηφοδέλτιά τους και ν' αναγράφουν άλλοι στο λευκό χαρτί τα ονόματα των ψηφιζόμενων, έτσι «αυτοί μεν (οι αναλφάβητοι) έρριπτον εν τη κάλπη δι' ιδίας χειρός τα ψηφοδέλτια, αλλά κυρίως εψηφοφόρουν οι γράψαντες αυτά...». Σοβαρό επιχείρημα κατά των ψηφοδελτίων ήταν, όμως, κι άλλο: «Επειδή ο νόμος δεν υπεχρέου τους εκλογείς να γράψωσι τα ψηφοδέλτια εντός της αιθούσης, όργανα κομματαρχών, εκούσια ή μισθωτά, διωργανίζοντο εκτός, ήνοιγον γραφεία, είλκυον και έπειθον ή ηνάγκαζον τους εκλογείς να λαμβάνωσι παρ' αυτών ψηφοδέλτια έτοιμα...».
Ο εκβιασμός ολοκληρωνόταν, καθώς οι εκτός του εκλογικού τμήματος «εφεύρον τρόπον να βεβαιούνται αν οι υποχρεωμένοι, εξαναγκασμένοι ή εξηρτημένοι εκλογείς ετήρουν την υπόσχεσίν των, δίδοντες εις αυτούς ψηφοδέλτια διακρινόμενα διά του σχήματος, του χρώματος, του τρόπου της διπλώσεώς των. Ανθρωποι των κομμάτων, τεταγμένοι εντός επετήρον και πολλάκις ήρπαζον εκ των χειρών των προσερχομένων να ψηφοφορήσωσι το ψηφοδέλτιον το οποίον εκράτουν και αντ' αυτού έδιδον άλλον...».
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το σύστημα με τα ψηφοδέλτια, όπως εφαρμοζόταν, έδινε τη δυνατότητα στους κομματάρχες που βρίσκονταν στα εκλογικά κέντρα να ξέρουν περίπου την πορεία της ψηφοφορίας. Ετσι, όταν «προέβλεπαν βεβαίαν την έκβασιν του τελικού αποτελέσματος κατ' αυτών να ζητώσι την νίκην εις την υλικήν βίαν ή εις αθέμιτα τεχνάσματα. Εδώ εκώλυον εναντίους εκλογείς να ψηφίσωσι, ήρχοντο εις αιματηράς συγκρούεις. Αλλού ηγωνίζοντο να παραγεμίσωσι παντί τρόπω τας πειναλέας κάλπας των. Αλλαχού συνώθουν τας δυνάμεις των εις το να θραύσωσι τας μεστάς και κεκορεσμένας κάλπας των αντιπάλων ή ν' αναρπάσωσι και καταστήσουσι αυτάς αφάντους».
Στον κατάλογο των «αμαρτημάτων του ψηφοδελτίου» προστίθενται και μια σειρά άλλα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνταν κατά τη διαλογή (στον... πατριωτισμό της επιτροπής επαφίεται η σωστή καταμέτρηση).
Το 1866 στις πρώτες δημοτικές εκλογές επί Γεωργίου Α', εφαρμόστηκε ο νέος τρόπος ψηφοφορίας, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1864, δηλαδή «δι' αμέσου καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας διά σφαιριδίων», τρόπος που θεωρήθηκε ως δημοκρατικότερος. Το σφαιρίδιο επιλέχτηκε ύστερα από εισήγηση των Επτανήσιων πληρεξουσίων στη Β’ Εθνική Συνέλευση (εφαρμοζόταν στο Ιόνιο κράτος, με ρίζες την περίοδο της ενετοκρατίας). Με επιμονή τους, μάλιστα, περιλήφθηκε στο Σύνταγμα και η καθολικότητα του δικαιώματος του εκλέγειν.
Το σφαιρίδιο αντί του ψηφοδέλτιου ήταν ασφαλώς μια πιο δημοκρατική μέθοδος. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το καθολικό της ψηφοφορίας (από το 21ο έτος) αναδείκνυε την Ελλάδα πρωτοπόρα στην άμεση εκλογή των τοπικών αρχόντων. Μετά από μισό περίπου αιώνα, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν. Οι αγράμματοι είχαν περιοριστεί, αυτός ο τρόπος ψηφοφορίας θεωρούνταν «καθυστερημένος», είχαν στο μεταξύ προσαρμοστεί και οι μέθοδοι καλπονοθείας και αίτημα των προοδευτικών είναι η επαναφορά του ψηφοδελτίου.
Η κάλπη του συστήματος του σφαιριδίου διαιρείτο εσωτερικά σε δυο μέρη που εξωτερικά αναγράφονταν οι λέξεις ΝΑΙ και ΟΧΙ. Κάθε εκλογικό τμήμα διέθετε από μία κάλπη για κάθε υποψήφιο. Ο ψηφοφόρος έριχνε μυστικά ένα σφαιρίδιο σε κάθε κάλπη είτε προς την πλευρά του ΝΑΙ είτε του ΟΧΙ.
Μέχρι την έξωση του Οθωνα κανόνας ήταν οι ηττημένοι των εκλογών να καταγγέλλουν τους νικητές για νοθεία. Για λίγο-πολύ γνήσιες εκλογές μπορούμε να μιλάμε μόνο μετά το 1866. Κρίνοντας όλη αυτή την περίοδο, ο Ν. Δραγούμης είναι πολύ γλαφυρός στις αναμνήσεις του για τον τρόπο που γίνονταν οι εκλογές: «Η μεν παραβίασις των καλπών ωνομάσθη συστολή των σανίδων, αι δε σαπουνοκασέλαι και τα σακούλια κάλπαι, η λύμανσις των σφραγίδων τυχαία σύντριψις, οι συμβολαιογράφοι επί της ψηφοφορίας επιτροπαί και οι απόβλητοι του λαού εκλεκτοί αυτού...».
Στις Δημοτικές Εκλογές της 9ης Φεβρουαρίου1914, εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το ψηφοδέλτιο και το νέο εκλογικό βιβλιάριο, καταργουμένου του ιστορικού σφαιριδίου (του «δαγκωτού»).
Τον Οκτώβριο του 1925, ενενήντα χρόνια μετά τις πρώτες δημοτικές εκλογές, διενεργούνται και οι πρώτες μεσοπολεμικές Δημοτικές Εκλογές και μάλιστα επί δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου. Πρόκειται για σαφή κίνηση αντιπερισπασμού της κοινής γνώμης από τον Δικτάτορα που τις προκηρύσσει, και τις διενεργεί στις 25 Οκτωβρίου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι προηγούμενες είχαν διεξαχθεί δέκα χρόνια νωρίτερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως και ο τρόπος παροχής των ψηφοδελτίων. Χαρακτηριστική είναι η αντίστοιχη προκήρυξη από τις εφημερίδες της εποχής:
«ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
Ο Δήμαρχος Αθηναίων Δηλοποιεί, κατ' εντολήν της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας, ότι τα ψηφοδέλτια δια τας δημαιρεσίας της 25ης τρ.μ. θα παρέχωνται υπό της υπηρεσίας του Δήμου, εις τους ζητούντες εκλογείς. Σχετικώς γνωστοποιείται, ότι έκαστος των εκλογέων προ της εισόδου του εις το εκλογικόν Τμήμα θα φέρη μεθ' εαυτού δύο ψηφοδέλτια συμπληρωμένα, είτε χειρογράφως, είτε δια γραφομηχανής, είτε και δια του τύπου, θα λαμβάνη δε παρά της Επιτροπής μόνον τους φακέλλους, εις τους οποίους θα εγκλείωνται ταύτα.
Εν Αθήναις τη 15 Ο)βρίου 1925
Ο Δήμαρχος
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΤΣΗΣ»
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι κατ΄ εξοχήν δημοκρατικός. Μοιραία, λοιπόν, πέρασε τις ταλαιπωρίες που γνώρισε το πολίτευμα. Έγινε στόχος αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Δεν είναι λίγοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, απολύθηκαν από τις θέσεις τους, επειδή δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία.
Βλέπουμε λοιπόν στην Αθήνα ότι ο πρώτος δήμαρχός της ο Ανάργυρος Πετράκης, παύτηκε από αυτόν που τον επέλεξε (τον Αντιβασιλέα Άρμανσπεργκ) δύο μόλις χρόνια από την εκλογή του, επειδή τόλμησε, με ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου προς τον Όθωνα, να εκφράσει «εν αυτώ την αγανάκτησιν του Αθηναϊκού λαού δια τα συμβαίνοντα εν τω Βασιλείω του και την διαμαρτυρίαν του κατά των επιβληθέντων φόρων, όπως και να εξαιτούνται εφαρμογή θεμελιωδών νόμων και δημιουργία Συντάγματος»!
Ο δεύτερος δήμαρχος της Αθήνας, ο Δημήτριος Καλλιφρονάς, φυλακίστηκε.
Ο εικοστός πρώτος της Αθήνας ο Αμβρόσιος Πλυτάς, πάλι καλά που δεν εκτελέστηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Ένας άλλος δήμαρχος από την Κέα, ονόματι Σταθόπουλος, προκάλεσε σκάνδαλο, χλευάζοντας τους νεκρούς των εξεγέρσεων εναντίον του Όθωνα και αποπέμφθηκε κακήν κακώς από την Εθνοσυνέλευση του 1863, όπου είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος.
Με τους πολέμους του 1912-1913 ο δήμαρχος του Πειραιά Δημοσθένης Ομηρίδης - Σκυλίτσης ντύνεται στο χακί και τραβάει για το μέτωπο.
Το 1934 εκλέγονται οι πρώτοι «κόκκινοι δήμαρχοι», με πιο χαρακτηριστική περίπτωση το Δημήτριο Παρτσαλίδη στην Καβάλα των καπνεργατών.
Ποτέ στη μακρά ιστορία των ελληνικών δημοτικών εκλογών δεν υπήρξε κόμμα, που να διεκδίκησε τη νίκη με το όνομά του και το έμβλημά του. Πρόκειται για φαινόμενο ίσως μοναδικό στη σύγχρονη Ευρώπη.
Όμως αυτού του είδους την παράξενη συμπεριφορά την υπαγορεύει ο ίδιος ο νόμος. Ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων στην παράγραφο 5 του άρθρου 55 είναι σαφής: Επιστρέφεται ως απαράδεκτη κάθε δήλωση συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές, αν χρησιμοποιείται «όνομα ή έμβλημα πολιτικής οργανώσεως».
Με άλλα λόγια όποιος επιμείνει να εμφανιστεί με τη γνήσια ταυτότητα του και το πραγματικό χρώμα της σημαίας του, αποβάλλεται από τον εκλογικό αγώνα.
Είναι ένας κανόνας που ισχύει από το 1835. Επαναστάσεις έγιναν, πολιτειακές μεταβολές συντελέστηκαν, πολιτικές αλλαγές σημειώθηκαν, αλλά αυτή η ρύθμιση βρίσκεται εκεί, άθικτη και ακλόνητη.
Λένε ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να μένει μακριά από κόμματα και πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά τα ίδια τα κόμματα και οι ηγεσίες τους σπεύδουν να την σφιχταγκαλιάσουν!
ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ : www.hadjimichalis.gr
Το άρθρο για τις δημοτικές εκλογές είναι κατά λέξη αντιγραφή από το βιβλίο μου Δημοτικές Εκλογές: Η Άγνωστη Ιστορία, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο άρθρο για τις δημοτικές εκλογές είναι κατά λέξη αντιγραφή από το βιβλίο μου Δημοτικές Εκλογές: Η Άγνωστη Ιστορία, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
ΑπάντησηΔιαγραφή