ΤΟ ΔΕΣΕ-ΔΕΣΕ
Εναν γκαιρό, στο μεγάλο πόλεμο των Βασιλιάδων, βασίλεια μεγάλωσαν και βασίλεια χάθηκαν. Φαντάροι, από δω κι από κει, τα ίδια.
Σ' αυτό το μπόλεμο έχασε το βασίλειό του κι ένας βασιλιάς πούχε γυιό ένα βασιλόπουλο άσωτο κι άσκημο, κακομαθημένο και στου πουλιού το γάλα, κι έγινε καρμίρης και φουκαράς, χωρίς τα πλούτη και τους υπηρέτες που στα φέρνουνε όλα στα πόδια - έτσι ξέρω και 'γώ να ζήσω.
Πέρασαν μέρες και βδομάδες, είδε τα σκούρα ο βασιλόπουλος, λέει δεν είναι ζωή αυτή, ούτε κάνα γλέντι, καμιά φασαρία, σε λίγο θα αναγκαστούμε να δουλέψουμε κιόλα. Σουφρώνει κάτι κρυμμένα λεφτά του πατέρα του και λέει.
«Πατέρα πάω να τώρα να βρω τη ντύχη μου». Και είχε στο μυαλό του να βρει καμιά κομπίνα, καμιά λοβιτούρα να τα οικονομήσει, αφού μήτε δουλειά μήτε καμιά τέχνη εγνώριζε.
«Να πας, παιδί μου, ώρα καλή». Ενα στόμα λιγότερο εσκέφτηκε ο «τέως» και τόνε ξεπροβόδισε.
Ετσι ξεκινάει το παραμύθι
Κι για να κόψω δρόμο σάς λέω ότι τελικά ο βασιλόπουλος, έχοντας μάθει κι από έναν γέρο το μυστικό τού δέσε - δέσε και λύσε - λύσε, σηκώνεται και γραμμή για την πόλη, αλλά
εκεί που κόντευε στις Πόρτες κοιτάει τι να δει. Ενας Δράκος καθισμένος μες στο δρόμο έτσι που μόνο ένας χωρούσε να περάσει. Κι είχε δέκα χέρια δέκα πόδια κι άλλα πέντε τα κεφάλια.
Αυτός, όταν έβγαιναν απ' την πόλη τούς άφηνε, αλλά όταν εγύριζαν τους έπαιρνε τα μισά απ' ό,τι κι αν κουβαλούσαν. Τους το τραγουδούσε κιόλας:
«Να δουλεύετε τρεχάτε
σας τα παίρνω άμα γυρνάτε».
Κι εκεί στην αγορά τα ίδια κουβέντιαζε ο κόσμος. Οτι ο Δράκος το παράκανε να τους παίρνει το μισό, ενώ στην αρχή έπαιρνε μόνο ένα στα δέκα, και σιγά σιγά θρασύνθηκε. Αλλοι δικιολογούσαν κι έλεγαν ότι γέρασε κι έχει πιο έξοδα, άλλοι το υπολόγιζαν με το κομμάτι κι έλεγαν αν βάλουμε «δέκα χέρια δέκα πόδια κι άλλα δέκα τα κεφάλια» και λίγα είναι το μισό. Πάντως οι περισσότεροι έλεγαν εναντίον, μαζεύτηκαν, πήγαν έξω από το Παλάτι και φώναζαν «Δεν είναι κατάσταση αυτή, πεινάμε, πεινάνε και οι γάτες μας - τι φταίνε τ' αθώα τα πλάσματα; Κάτω ο Δράκος».
Σώθηκαν τα λεφτά και του βασιλόπουλου, κι όπως ήτανε μαθημένο και στου πουλιού το γάλα, λέει, ελευθερία ή θάνατος, γιατί δεν μπάει άλλο. Πάει στο βασιλιά, του λέει.
«Εγώ θα σκοτώσω το Δράκο».
«Τι λες παιδί μου, πήγανε τα καλύτερα παλληκάρια και γύρισαν άλλος κατουρημένος άλλος χεσμένος που λέει ο λόγος κι άλλος φαγωμένος. Και θα τον σκοτώσεις εσύ; Μα είσαι -πώς να στο πω με τρόπο- μισοριξιά». Και άσκημος ήθελε να πει, αλλά η ευγενική του καταγωγή δεν το επέτρεπε.
Και πάλι για να κόψω δρόμο σας λέω ότι το τέως βασιλόπουλο σκοτώνει με τα πολλά Δέσε-Λύσε τον Δράκο και ο βασιλιάς αναγκάζεται να του δώσει γυναίκα την κόρη του, τη βασιλοπούλου, όπως το είχε υποσχεθεί.
Ωχ λέει ο Βασιλιάς, αλλάξαμε το ένα τέρας με το άλλο» (...) Φωνάζει τη βασιλοπούλα, τόνε βλέπει, λέει κι αυτή ωχ αλλάξαμε το ένα τέρας με το άλλο.
Τον καθυστερεί όσο γίνεται, του βάζει σαν άλλη Τουραντώ τρία αινίγματα να λύσει και, δυστυχώς, ο βασιλόπουλος με το Λύσε- Λύσε τα λύνει όλα, οπότε τι να κάνει κι αυτή, τον παντρεύεται.
[...]
Πέθανε λοιπόν ο νυν βασιλιάς και να βασιλιάς ο τέως βασιλόπουλος. Μεγαλεία, τελετές, χρυσάφια, έπιπλα, χαλιά, άδειασε την κασέλα. Πάει στο μπαλκόνι, μαζεύει τον κόσμο και λέει.
«Εγώ σκότωσα το Δράκο με τα δέκα χέρια, δέκα πόδια και τα πέντε τα κεφάλια, το θυμάστε;»
«Το θυμόμαστε» είπαν.
«Πόσα σας έπαιρνε ο Δράκος, το θυμάστε;»
Οι πιο πολλοί δε θυμούντανε.
«Το μισό έπαιρνε ο Δράκος - ναι;»
Κανένας δε μίλησε. Σου λέει πού το πάει αυτός τώρα;
«Εγώ θα παίρνω τα μισά από τα μισά του Δράκου. Ευχαριστημένοι;»
Οι άνθρωποι θαύμασαν όταν ένας τόσος δα σκότωνε το Δράκο και γλέντησαν, αλλά τον λογαριασμό τον εξέχασαν αμέσως. Και τώρα που ο σωτήρας τους τόνε θυμήθηκε, ξίνισαν τα μούτρα τους και τράβηξαν για το σπίτι να γκρινιάζουνε και να δείρουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στο δρόμο, άλλοι λέγανε πως ήταν φυσικό, αλλοιώς να τόνε σκότωναν μόνοι τους το Δράκο. Αλλοι πως είχε δίκηο αλλά ζητούσε πολλά, γιατί αν το πάρουμε με το χέρι, ο Δράκος είχε δέκα χέρια, αν το πάρουμε με το πόδι, είχε δέκα πόδια, ακόμα και με το κεφάλι να το λογαριάσουμε, είχε πέντε τα κεφάλια. Δηλαδή πέντε επί εικοσπέντε, ένα το κρατούμενο, συν τρεις το λάδι τρεις το ξύδι, είναι πολλά. Γκρίνιαξαν, γκρίνιαξαν, αλλά στο τέλος τι να κάνουνε, τα έδωσαν.
Αρχισε να τα σπαταλάει αυτός, κι αντί να φκιάνει και κάνα δρόμο, κοίταγε μόνο να τα γλεντάει και να καλοπερνά. Κι όταν εβαριόντανε του άρεσε να κάθεται στο παράθυρο, να λέει «Δέσε» κανενός που περνούσε φορτωμένος και να σκάει στα γέλια με το πώς κουτρουβαλούσε, ή να λέει «Λύσε» κανενός άλλου που κουβαλούσε τίποτε ντανιασμένο, και να σκάει στα γέλια που σκορπούσαν τα πράματα κι ο άλλος έτρεχε να τα μαζεύει. Κι όλα τάφηνε στη μοίρα τους.
Το τέλος των παραμυθιών άλλοι το ξέρουν κι άλλοι όχι. Αλλά περνάει από γενιά σε γενιά κι από στόμα σε στόμα.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από κείμενο της Μαρίας Λαϊνά στην Ελευθεροτυπία και αφορά ένα παραμύθι ανώνυμων εκδόσεων από τη Λαμία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου