Ο Αλιόσα Το Τσουκάλι
Ο Αλιόσα ήταν ο μικρότερος αδερφός. Τονε φώναζανε Τσουκάλι γιατί η μάνα του τον έστειλε κάποτε να πάει ένα τσουκάλι γάλα στη γυναίκα του διάκου κι αυτός σκόνταψε κι έσπασε το τσουκάλι. Η μάνα του τον έδειρε και τα παιδιά άρχισαν να τον πειράζουν «Τσουκάλι». Του 'μεινε από τότε το παρατσούκλι «ο Αλιόσα το Τσουκάλι».
Ο Αλιόσα ήταν αχαμνός, ξερακιανός, αφτιάς, τ' αφτιά του πετούσανε σα φτερούγες κι η μύτη του ήταν μεγάλη. Τα παιδιά τον κορόιδευαν: «Του Αλιόσα η μύτη ξεχωρίζει σαν την καλαμιά στον κάμπο». Το χωριό είχε σχολείο, όμως ο Αλιόσα δεν έπαιρνε τα γράμματα και δεν είχε και χρόνο για μαθήματα. Ο μεγάλος του αδερφός έμενε και δούλευε σ' έναν έμπορο στην πόλη κι ο Αλιόσα από πολύ μικρός άρχισε να βοηθά τον πατέρα του. Ήταν έξι χρονών και με την αδερφούλα του έβγαζε στη βοσκή τα πρόβατα και την αγελάδα κι ήταν ακόμη αγοράκι όταν άρχισε να φυλάγει τ' άλογα μέρα και νύχτα. Από δώδεκα χρονών όργωνε και κουβαλούσε πράγματα με το κάρο. Δεν ήταν δυνατός, ήταν όμως επιδέξιος. Πάντα ήταν εύθυμος. Τα παιδιά γελούσαν μαζί του κι αυτός πότε γελούσε πότε σώπαινε. Όταν ο πατέρας του τον μάλωνε, αυτός σώπαινε κι άκουγε. Κι όταν τελείωνε το μάλωμα, χαμογελούσε και ξανάπιανε τη δουλειά που 'χε μόλις αφήσει.
Ο Αλιόσα ήτανε δεκαεννέα χρονών όταν πήραν στρατιώτη τον αδερφό του. Κι ο πατέρας του τον έβαλε να δουλέψει στη θέση του αδερφού του, εργάτης στον έμπορο. Δώσανε στον Αλιόσα τις παλιές μπότες του αδερφού του, το καπέλο και το πανωφόρι του πατέρα και......τον πήγαν στην πόλη. Ο Αλιόσα δε μπορούσε να μη χαίρεται με τα ρούχα αυτά μα ο έμπορος δυσαρεστήθηκε από την εμφάνιση του Αλιόσα.
-"Νόμισα πως θα μου 'στελνες κανονικό άνθρωπο στη θέση του Συμεών", είπε ο έμπορος κοιτάζοντας τον Αλιόσα από πάνω ως κάτω, "κι εσύ μου φέρνεις εδώ ένα μυξιάρικο. Τι μπορεί να κάνει τούτος δω";
-"Τα πάντα μπορεί. Και να ζεύει και να τρέχει δω κι εκεί και δουλεύει σα σκυλί, μόνο στην όψη μοιάζει με καλάμι, στη πραγματικότητα είναι όλος νεύρο".
-"Μου φαίνεται πως αυτό θα το δω μόνος μου".
-"Και το σπουδαίο είναι πως δεν αντιμιλά. Δουλεύει με ζήλο".
-"Τί να σε κάνω; 'Αφησέ τον".
Κι ο Αλιόσα άρχισε να μένει στον έμπορο. Η οικογένεια του εμπόρου δεν ήταν μεγάλη: η νοικοκυρά, η γριά μάνα του, ο μεγάλος γιος, παντρεμένος, με στοιχειώδη μόρφωση, ήτανε στη δουλειά μαζί με τον πατέρα του κι ο άλλος γιος, μορφωμένος,
τελείωσε το Γυμνάσιο και πήγε στο Πανεπιστήμιο μα τον έδιωξαν από κει και καθότανε στο σπίτι κι ακόμα ήταν κι η κόρη, κοπελίτσα του Γυμνασίου.
Στην αρχή ο Αλιόσα δεν τους άρεσε. Παραήταν χωριάτης κι άσχημα ντυμένος και τρόπους δεν είχε, μιλούσε σ' όλους στον ενικό. Μα σύντομα τονε συνήθισαν. Τους υπηρετούσε καλύτερα κι από τον αδερφό του, δεν αντιμιλούσε ποτέ, τονε στέλνανε σ' όλες τις δουλειές και τα 'κανε όλα πρόθυμα και γρήγορα χωρίς να σταματά από τη μια δουλειά στην άλλη. Κι όπως στο σπίτι του, έτσι και στου εμπόρου, όλες οι δουλειές είχανε πέσει στον Αλιόσα. Όσο πιο πολλά έκανε τόσο περισσότερα του φόρτωναν. Η νοικοκυρά, η μάνα του αφεντικού, η κόρη του αφεντικού, ο γιος του αφεντικού, ο επιστάτης, η μαγείρισσα τονε στέλναν μιαν εδώ και μιαν εκεί και τον έβαζαν να κάνει μια το 'να μια τ' άλλο. 'Ακουγες μόνο: «Τρέχα αδερφέ» ή «Αλιόσα, κανόνισε αυτό. Τι έγινε, Αλιόσα, ξέχασες μήπως; Κοίτα μην ξεχάσεις, Αλιόσα». Κι ο Αλιόσα όλο έτρεχε, κανόνιζε, κοίταζε και δε ξεχνούσε, κι όλα τα προλάβαινε κι όλο χαμογελούσε.
Τις μπότες του αδερφού του γρήγορα τις χάλασε και το αφεντικό του τα 'ψάλε που γυρνούσε με τρύπιες μπότες και τα δάχτυλα έξω και τον πήγε στο παζάρι και τον έβαλε ν' αγοράσει καινούριες μπότες. Οι μπότες ήταν καινούριες κι ο Αλιόσα τις χαιρόταν, όμως τα πόδια του ήταν τα παλιά και το βράδυ τον πονούσαν απ' το τρέξιμο και θύμωσε με τις μπότες. Ο Αλιόσα φοβόταν μήπως ο πατέρας του θύμωνε όταν έρθει να πάρει τα λεφτά επειδή ο έμπορος έκοψε απ' το μισθό του για να πληρώσει τις μπότες.
Το χειμώνα ο Αλιόσα σηκωνόταν προτού φέξει, έκοβε τα κούτσουρα, μετά σκούπιζε την αυλή, τάιζε τη γελάδα, πότιζε τ' άλογα. Μετά άναβε τη φωτιά, καθάριζε τις μπότες, τα ρούχα των αφεντικών, άναβε τα σαμοβάρια, τα καθάριζε, μετά τονε φώναζεν ο επιστάτης για να βγάλει το εμπόρευμα είτε η μαγείρισσα τον έβαζε να ζυμώσει ή να πλύνει τις κατσαρόλες. Μετά τον έστελναν στην πόλη για να πάει ένα σημείωμα σε κάποιον ή για να πάει τη κόρη του αφεντικού στο Γυμνάσιο ή για ν' αγοράσει καντηλόλαδο για τη γριά. «Πού χάνεσαι, ανάθεμά σε;», του λέγανε πότε ο ένας πότε ο άλλος. «Γιατί να πάτε οι ίδιοι, θα τρέξει ο Αλιόσα. Αλιόσκα! Ε, Αλιόσκα!» κι ο Αλιόσα έτρεχε.
Έτρωγε πρωινό στο πόδι και σπάνια προλάβαινε να δειπνήσει με τους άλλους. Η μαγείρισσα τον έβριζε που 'τρεχε παντού, όμως τονε λυπότανε κιόλας και του άφηνε ζεστό φαγητό το μεσημέρι και το βράδυ. Ιδιαίτερα πολλή δουλειά έπεφτε κοντά στις γιορτές και μες στις γιορτές. Ο Αλιόσα χαιρόταν με τις γιορτές πολύ, γιατί του δίνανε χαρτζιλίκι, αν και λίγο -είχε μαζέψει εξήντα καπίκια-, όμως παρολαυτά ήτανε τα δικά του χρήματα και μπορούσε να τα ξοδέψει όπως ήθελε. Τον μισθό του δε τον έβλεπε στα μάτια του. Ο πατέρας ερχόταν, έπαιρνε από τον έμπορο τα χρήματα και μόνο γκρίνιαζε στον Αλιόσα για το πόσο γρήγορα χαλά τις μπότες του. 'Οταν μάζεψε δυο ρούβλια από τα λεφτά του χαρτζιλικιού αγόρασε, όπως τον είχε συμβουλέψει η μαγείρισσα, μια κόκκινη πλεχτή ζακέτα κι όταν τη φόρεσε δε μπορούσε να πάψει να χαμογελά από ικανοποίηση.
Ο Αλιόσα μιλούσε λίγο, πάντα κοφτά κι απότομα κι όταν του δίναν εντολή να κάνει κάτι ή τονε ρωτούσαν αν μπορεί να κάνει το 'να ή τ' άλλο, τότε πάντα και χωρίς δισταγμό έλεγε:
-"Όλα μπορούν να γίνουνε". Και τα 'κανε στη στιγμή.
Προσευχές δεν ήξερε καθόλου. Αυτές που του 'χε διδάξει η μάνα του τις είχε όλες ξεχάσει μα παρολαυτά προσευχότανε πρωί-βράδυ, προσευχόταν με τα χέρια, έκανε το σταυρό του.
Έτσι έζησε ο Αλιόσα ενάμιση χρόνο και ξάφνου, το δεύτερο μισό του δεύτερου χρόνου, του συνέβη το πιο ασυνήθιστο γεγονός της ζωής του. Το γεγονός συνίστατο στο ότι με μεγάλη του έκπληξη έμαθε πως εκτός από τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων λόγω ανάγκης υπάρχουν κι άλλες σχέσεις, εντελώς ιδιαίτερες, που δε χρειάζεται να καθαρίσεις τις μπότες κάποιου ή να κουβαλήσεις δέματα ή να ζέψεις τ' άλογο, αλλά σχέσεις τέτοιες που παρόλο που δεν έχεις την ανάγκη του άλλου ανθρώπου χρειάζεται να τον υπηρετείς, να τον χαϊδεύεις και πως ο ίδιος ο Αλιόσα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Αυτό το 'μαθε από τη μαγείρισσα την Ουστίνια.
Η Ουστίνια ήταν ορφανή, νέα, και δούλευε σαν κι αυτόν. 'Αρχισε να λυπάται τον Αλιόσα κι ο Αλιόσα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πως κάποιος άνθρωπος έχει την ανάγκη αυτού του ίδιου κι όχι της υπηρεσίας που προσφέρει. Όταν τον λυπόταν η μάνα του δεν το παρατηρούσε, του φαινόταν πως έτσι έπρεπε να 'ναι, πως είναι σαν να λυπάται ο ίδιος τον εαυτό του. Είδε όμως τώρα ξαφνικά πως η Ουστίνια, που είναι μια τελείως ξένη, τονε λυπάται και του αφήνει στο τσουκάλι χυλό με βούτυρο κι όταν αυτός το τρώει, κείνη, στηρίζοντας το πηγούνι της με το ξεμανίκωτο χέρι της, κάθεται και τον κοιτά. Κι όταν αυτός σηκώσει το βλέμμα προς το μέρος της, εκείνη γελά και γελά κι αυτός.
Αυτό ήταν κάτι τόσο καινούριο και παράξενο που ο Αλιόσα στην αρχή τρόμαξε. Ένιωσε πως αυτό τον εμποδίζει να υπηρετεί όπως υπηρετούσε. Όμως, παρολαυτά, ήτανε χαρούμενος κι όταν κοιτούσε το παντελόνι του, που του το 'χε καρυκώσει κείνη, κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε. Συχνά την ώρα της δουλειάς ή στο δρόμο θυμόταν την Ουστίνια κι έλεγε: «Αχ, ναι Ουστίνια!» Η Ουστίνια τονε βοηθούσε όπου μπορούσε κι αυτός βοηθούσε κείνη. Του διηγότανε τη μοίρα της, πως έμεινε ορφανή, πως τη πήρε η θεία της, πως τη δώσανε στη πόλη, πως ο γιος του εμπόρου είχε προσπαθήσει να τη πείσει για κάτι ανοησίες και πως αυτή τον έβαλε στη θέση του. Της άρεσε να διηγείται κι αυτός ευχαριστιόταν που την άκουγε. Είχε πάρει τ' αφτί του πως στις πόλεις συχνά συμβαίνει κάποιοι χωρικοί που δουλεύουν εργάτες να παντρεύονται μαγείρισσες. Μια φορά τον είχε ρωτήσει αν σκοπεύουν να τονε παντρέψουνε γρήγορα. Απάντησε πως δε ξέρει και πως δε θέλει να παντρευτεί στο χωριό.
-"Έχεις βάλει στο μάτι καμιά;" τονε ρώτησε κείνη.
-"Εσένα θα σε παντρευόμουνα. Δέχεσαι";
-"Για δες το τσουκάλι πώς τα καταφέρνει ν' απαντά" είπε κείνη και του 'δωσε ένα χτύπημα στη πλάτη. "Γιατί να μη δέχομαι";
Τις απόκριες ο γέρος ήρθε στη πόλη για τα λεφτά. Η γυναίκα του εμπόρου είχε μάθει πως ο Αλιόσα σκέφτεται να παντρευτεί την Ουστίνια κι αυτό δεν της άρεσε, «Θα μείνει έγκυος και τι θα τη κάνουμε με το μωρό» σκέφτηκε. Το 'πε στον άντρα της. Το αφεντικό έδωσε τα χρήματα στον πατέρα του Αλιόσα.
-"Τι νέα; Καλά τα πάει ο δικός μου;" ρώτησε ο χωρικός. "Σου το 'πα πως δεν αντιμιλά".
-"Δεν αντιμιλά μα σκέφτεται ανοησίες. Σκέφτεται να παντρευτεί τη μαγείρισσα. Κι εγώ δε σκοπεύω να κρατήσω παντρεμένους. Δε μας βολεύει".
-"Χαζός είναι, χαζός! Τί του πέρασε απ' το μυαλό;" είπεν ο πατέρας. "Μη σε νοιάζει, θα του πω να τ' αφήσει αυτά". Πήγε στην κουζίνα ο πατέρας και κάθισε στο τραπέζι να περιμένει το γιο του. Ο Αλιόσα έτρεχε έξω για θελήματα και γύρισε λαχανιασμένος. "Εγώ νόμισα πως ξέρεις το δρόμο σου κι εσένα τί σου πέρασε απ' το μυαλό;" του 'πεν ο πατέρας.
-"Εμένα; Τίποτα".
-"Πώς τίποτα; Θέλησες να παντρευτείς. Θα σε παντρέψω όποτε θα 'ναι καιρός, θα σε παντρέψω μ' αυτή που πρέπει κι όχι με μια πόρνη από τη πόλη". Ο πατέρας είπε πολλά. Ο Αλιόσα στεκόταν και κοντανάσαινε. 'Οταν ο πατέρας τελείωσε, ο Αλιόσα χαμογέλασε.
-"Και τί έγινε λοιπόν; Δε θα το συνεχίσω".
-"Έτσι μπράβο". 'Οταν ο πατέρας έφυγε κι έμεινε μόνος του με την Ουστίνια (κείνη στεκότανε πίσω από τη πόρτα κι άκουγε τι έλεγε ο πατέρας στο γιο του) της είπε: "Η δουλειά μας δε προχωρά, δε θα γίνει. 'Ακουσες; Έγινε έξω φρενών, δε μ' αφήνει". Κείνη άρχισε να κλαίει πάνω στη ποδιά της, χωρίς να μιλά. Ο Αλιόσα έκανε: "Τς τς τς. Πώς να μην υπακούσω; Είναι φανερό πως πρέπει να τ' αφήσουμε".
Το βράδυ, όταν η γυναίκα του εμπόρου τονε φώναξε να κλείσει τα παντζούρια, του 'πε:
-"Τί έγινε, άκουσες τον πατέρα σου ν' αφήσεις τις ανοησίες";
-"Φαίνεται πως τις άφησα", είπε ο Αλιόσα, γέλασε κι ύστερα έβαλε τα κλάματα.
Από τότε ο Αλιόσα δεν ξαναμίλησε στην Ουστίνια για γάμο και ζούσε όπως πριν.
Τη Σαρακοστή, ο επιστάτης τον έβαλε να καθαρίσει τη σκεπή από τα χιόνια. Αυτός σκαρφάλωσε στη σκεπή, τη καθάρισε κι άρχισε μετά να σπάζει τον πάγο από τα λούκια. Τα πόδια του όμως γλυστρήσανε κι έπεσε με το φτυάρι. Αλλά για κακή του τύχη δεν έπεσε στο χιόνι μα στη σιδερένια οροφή της εξώπορτας. Η Ουστίνια κι η κόρη του εμπόρου τρέξανε κοντά του.
-"Χτύπησες, Αλιόσα";
-"Ε, χτύπησα, εντάξει". Θέλησε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε κι άρχισε να χαμογελά. Τονε κουβάλησανε στο σπίτι του φύλακα. Ήρθε ο βοηθός του γιατρού, τον εξέτασε και τον ρώτησε πού πονά. "Παντού πονά αλλά εντάξει. Μόνο μη θυμώσει ο νοικοκύρης. Πρέπει να το μάθει ο μπαμπάς μου".
Έμεινε ξαπλωμένος δυο εικοσιτετράωρα ο Αλιόσα και τη τρίτη μέρα φωνάξανε τον παπά.
-"Τί έγινε, δε πιστεύω να σκοπεύεις να πεθάνεις;" ρώτησε η Ουστίνια.
-"Και τί έγινε; Έτσι κι αλλιώς, μήπως θα ζήσουμε; Αργά ή γρήγορα θα γίνει", είπεν ο Αλιόσα μιλώντας γρήγορα όπως πάντα. "Σε 'φχαριστώ Ουστιούσα που με λυπόσουνα. Να λοιπόν που 'τανε καλύτερα που δε μας άφησαν να παντρευτούμε τελικά, γιατί δε θα οδηγούσε πουθενά. Τώρα όλα πήγαν καλά".
Προσευχήθηκε μαζί με τον παπά, όμως μόνο με τα χέρια και τη καρδιά. Στη καρδιά του πίστευε πως όπως είναι δω καλά όταν υπακούς και δε πληγώνεις κανέναν έτσι θα 'ναι κι εκεί καλά.
Μιλούσε λίγο. Ζητούσε μόνο να πιει νερό κι έδειχνε να ξαφνιάζεται με κάτι.
Ξαφνιάστηκε με κάτι, τεντώθηκε και πέθανε.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου