“Πλάι-πλάι παίρναν τους δρόμους και γεύονταν το καθετί με τον χαρακτήρα που είχε τότε η πρώτη τους φιλία και που, αργότερα έγινε τόσο περίλυπη, μίζερη και άδεια. Άλλα τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν…
…γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας κάνει: «Άααα!».”
(Jack Kerouac – Στο Δρόμο)
Η ζωή του Τζακ Κέρουακ (1922-1969) υπήρξε σύντομη και επεισοδιακή. Οι γονείς του ήταν Γαλλοκαναδοί και μητρική του γλώσσα υπήρξε το γαλλικό ιδίωμα που μιλούσαν στο Κεμπέκ.Αρχισε να μαθαίνει αγγλικά στα έξι του χρόνια και προς το τέλος της ζωής του εξέφρασε στον Αλεν Γκίνσμπεργκ την επιθυμία να αρχίσει να ξαναμιλάει τη μητρική γλώσσα των γονέων του. Το σπουδαιότερο έργο του, βεβαίως, το μυθιστόρημα Στο δρόμο, το έγραψε στα αγγλικά.
Μικρός διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στο αμερικανικό ποδόσφαιρο αλλά εγκατέλειψε αργότερα τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να γνωρίσει την «άλλη Αμερική» των πεδιάδων και των ανοιχτών δρόμων που αντιπροσώπευαν την ελευθερία, την απόδραση από τον στενόχωρο και κομφορμιστικό κόσμο των πόλεων, δηλαδή από το «σύστημα».
Οταν εκδόθηκε το Στο δρόμο η κριτική αναγνώρισε σ' αυτό τη φωνή μιας νέας γενιάς. Το μυθιστόρημα, το καλύτερο έργο της γενιάς των μπιτ, άσκησε μεγάλη επίδραση στους συγγραφείς που ακολούθησαν αργότερα, όπως ο Τομ Ρόμπινς, ο Ρίτσαρντ Μπρότινγκαν και ο Λέστερ Μπανγκς. Μεγάλη ήταν επίσης η επίδρασή του στη λαϊκή κουλτούρα γενικότερα και στη μουσική ειδικότερα, όπως στους Μπιτλς, στον Μπομπ Ντίλαν και στον Τζιμ Μόρισον. Πολλοί συνέδεσαν το έργο του με εκείνο που ονομάστηκε αντικουλτούρα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί προδρομική διατύπωση όσων θα εξέφραζε η δεκαετία του '60. Οπως και οι υπόλοιποι επιφανείς συγγραφείς της γενιάς των μπιτ (ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Γκρέγκορι Κόρσο, ο Λόρενς Φερλινγκέτι, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ), ο Κέρουακ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία του ζεν και τον βουδισμό - αλλά και για τα ναρκωτικά. Αλλοι τον ονόμασαν «βασιλιά των μπιτ» και άλλοι «πατέρα των χίπις». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόζα του επηρέασε τον Γκίνσμπεργκ, ο οποίος εκεί στήριξε το «ραψωδικό», όπως έλεγε, ύφος των ποιητικών του αφηγήσεων.
Ο Κέρουακ μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα σε ταξίδια στις τεράστιες αμερικανικές πεδιάδες και στην οικογενειακή του κατοικία, όπου ζούσε με τη μητέρα του. Σε όλη του τη ζωή έπινε υπερβολικά, με αποτέλεσμα να πάθει κίρρωση του ήπατος. Στις 21 Οκτωβρίου 1969 πέθανε στο νοσοκομείο του Αγίου Αντωνίου της Φλόριδας, όπου είχε μεταφερθεί την προηγουμένη έπειτα από βαριά εσωτερική αιμορραγία.
“Διάφορες βλακώδεις παρελάσεις
Η αυστηρότητα της λεπτότητας
Αποφασιστικός άντρας με
Σπασμένη πλάτη
Κλωτσά την βαλίτσά του
Κάτω από της Ουάσινγκτον
Το κτίριο μέσα στη νύχτα
Προσπερνώντας μικρά μαραζωμένα
Παιδιά με Μαμάδες
Μελαγχολικής ελπίδας.
Πολύ θλιβερός, πολύ θλιβερός
Ο καλοστεκούμενος
Αμόλυντος
Φιλόπονος άνδρας.
Και ο πορνόγερος Ιρλανδός
Με αξιοπρέπεια δίχως βάση
Παραφουσκωμένος μπύρα στο σπίτι
Στη μισοκοιμισμένη άχαρη TV
Δείπνα ζωμού
Και χολής –
Φορώντας καινούργια παλιά παλτά
Προορισμένα να ‘ναι ατσαλάκωτα για τα νιάτα
Ζάρωσε στο βαρέλι του
καταπώς η θαλάσσια αύρα
Ξελογιάζει τα θαλασσινά βλέμματα
Να σκεφτούν
Ότι ρυτίδες & γηρατειά
Είναι αληθινά. “
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου