Του Θοδωρή Γκόνη
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1956 ο Θανάσης ο Λιάσκας, ο Γιάννης ο Ντόκος, ο Γιώργης ο Σιέγκας και ο Ντακαρούνης ο Μήτσος, ξεκίνησαν με τη γερμανική τους μοτοσικλέτα τη «Μπέμπα» μέσα στα χιόνια, τέσσερις ώρες δρόμο, να κατέβουν στον κάμπο, ήταν καλεσμένοι να παίξουν σε γιορτή, σε αρραβώνα στη Δαλαμανάρα του Άργους.
Φόρτωσαν στο κουβούκλιο τα όργανα -λαούτο, βιολί και δυο κλαρίνα- ανέβηκαν οι τρεις στη μηχανή, στριμώχτηκε ο τέταρτος, ο πιο λιγνός, στο καλάθι, όσος χώρος περίσσευε από τα όργανα και τραγουδώντας ξεκίνησαν.
Έβρεχε ένα ψιλό χιονόνερο, φυσούσε βοριάς, ο δρόμος χωμάτινος και κακοτράχαλος γλίστραγε σαν το γυαλί, δεν τους ένοιαζε τίποτα, είχαν βγάλει ....
όνομα στα πανηγύρια και στις γιορτές και τους ζητούσαν από παντού στην Αργολιδοκορινθία, μεχρι και Αρκαδία ανέβαιναν τα καλοκαίρια.
Τα καλοκαίρια είχαν και τραγουδίστρια μαζί τους, τον χειμώνα ήταν δύσκολο, δεν μπορούσε μια γυναίκα να τρέχει μέσα στα χιόνια και τις βροχές.
Στο γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα είχαν και δυο και τρεις τραγουδίστριες, αλλά εκεί ήταν το πανηγύρι του χωριού τους και ο ανταγωνισμός με τα άλλα συγκροτήματα μεγάλος.
Στις στροφές που ήταν πολλές και απότομες, ο δρόμος έχασκε στον γκρεμό επικίνδυνα, τότε κατέβαιναν οι τρεις, μόνο ο οδηγός καθόταν πάνω στη «Μπέμπα», οι άλλοι με ένα σχοινί που ήταν δεμένο στο καλάθι, στο πίσω μέρος, την κρατούσαν να μην κατρακυλήσει στο γκρεμό και αμέσως μόλις προσπερνούσαν τη στροφή, σκαρφάλωναν πάνω της γελώντας, πειράζοντας ο ένας τον άλλον με αστεία δικά τους, στη γλώσσα τους, ήτανε αρβανίτες, ήτανε νέοι και η ζωή δεν είχε ακόμα ανοίξει τις απότομες στροφές της γι’ αυτούς.
Στην Αγία Τριάδα, στο Μέρμπακα, τους έπιασε λάστιχο στον τρίτο τροχό, στη ρόδα του καλαθιού και αναγκάσθηκαν να αφήσουν τη «Μπέμπα» στον κουμπάρο τους, τον Κώστα τον Μερμίγκη, να πάρουν τα όργανα και να συνεχίσουν με τα πόδια για να προλάβουν να είναι στο μαγαζί στην ώρα τους, το ψιλόβροχο συνεχιζόταν το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Έφτασαν μουσκεμένοι ως το κόκαλο, μόνο τα όργανα είχαν προστατέψει μέσα σε κάτι αυτοσχέδιους, αδιάβροχους μουσαμάδες, και μπήκαν στο μαγαζί. Οι ιδιοκτήτες βλέποντάς τους σε αυτό το χάλι, τους εξοικονόμησαν στεγνά ρούχα και παπούτσια, τα φόρεσαν όπως- όπως, πού να βρουν τώρα τα σωστά νούμερα, και ανέβηκαν στο πάλκο.
Οι καλεσμένοι και το ζευγάρι που αρραβωνιαζόταν είχαν έρθει εδώ και ώρα και αδημονούσαν να σηκωθούν να χορέψουν, κούρντισαν όπως κούρντισαν και άρχισαν.
Ο αρραβωνιαστικός ήταν Ελληνοαμερικανός μπρούκλης, με δολάρια και δυο καπέλα, είχε επιστρέψει να παντρευτεί γυναίκα από τον τόπο του και να ξαναφύγει το συντομότερο, πάνω στο χορό του, η χαρτούρα και τα δολάρια έπεφταν βροχή με το σπάσιμο τον πιάτων, εκεί ήταν λοιπόν που έπεσε το εκατοδόλαρο στα όργανα μαζί με τρεις δωδεκάδες πιάτα και πήρε τη σκούπα ο σερβιτόρος να καθαρίσει την πίστα από τα σπασμένα.
Μόλις τελείωσε το καθάρισμα και έφευγε πετάγεται από τη θέση του ο Γιώργης ο Σιέγκας φωνάζοντας «που τον πας τον σανό ρε» και του φέρνει το λαούτο στο κεφάλι ενώ ταυτόχρονα του πέφτει και το παντελόνι, που του ήταν τουλάχιστον πέντε νούμερα μεγαλύτερο και μένει με το τρύπιο σώβρακο στη μέση της πίστας και γίνεται το έλα να δεις.
Τι είχε συμβεί στο μεταξύ, ο σερβιτόρος, βλέποντας ο πονηρός το εκατοδόλαρο, κόλλησε μια μασημένη τσίχλα κάτω από το παπούτσι του και δήθεν αθώα, δήθεν τυχαία πάτησε το δολάριο με τη σόλα του παπουτσιού του και έφευγε περπατώντας σαν κύριος.
Ο λαουτιέρης όμως που γνώριζε καλά αυτά τα κόλπα, είχε τα μάτια του δεκατέσσερα και πριν προλάβει να απομακρυνθεί ο σερβιτόρος του φόρεσε το λαούτο κολάρο.
Έγινε πανικός, επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι, επιστράφηκαν τα χρήματα στους οργανοπαίχτες και το γλέντι συνεχίστηκε, αλλά χωρίς λαούτο αυτή τη φορά.
Σήκωσε το πεσμένο παντελόνι του ο λαουτιέρης, μάζεψε και το σπασμένο του όργανο και αρκέσθηκε, περιορίστηκε να τραγουδάει ως το τέλους του γλεντιού. Με δυο κλαρίνα και το βιολί.
Αφού τελείωσε το γλέντι έβαλαν τα παλιά τους ρούχα, που είχαν στεγνώσει εν τω μεταξύ στη φωτιά, και πήραν τον δρόμο του γυρισμού με τη χαρτούρα -το «σανό»- και το σπασμένο λαούτο για την Αγία Τριάδα, να φτιάξουν τη ρόδα και να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού όπου τώρα θα έπρεπε να σπρώχνουν γιατί ήταν η ανηφόρα μεγάλη και η «Μπέμπα» τα είχε φάει τα ψωμιά της.
Το χιονόνερο συνεχιζόταν και στα βουνά το είχε στρώσει στο ένα μέτρο, είχε ξημερώσει η Πρωτοχρονιά του 1956 και ήταν νέοι, πολύ νέοι για να σκέφτονται το χιόνι και τις ανηφοριές.
ΠΗΓΗ : http://www.protagon.gr/