του Γιώργου Γραμματικάκη
Η μόνη μου επιθυμία είναι να εξέλθω. To exit. Να εξέλθω από αυτό που είναι σήμερα η πατρίδα, από όσα ζούμε καθημερινά και τα όσα προοιωνίζεται το μέλλον.
Να εξέλθω. To exit. Οι πολιτικοί και τα καμώματά τους μου προκαλούν αποστροφή και μόνον τις «Ειδήσεις των 8» -τι είναι άραγε είδηση;- αφορούν η εκλογολογία και οι πληκτικές δηλώσεις τους. Δεν αντέχω άλλο την διαρκή συζήτηση για τα «μέτρα» που έπονται ή την δόση που εκκρεμεί, ούτε για το πόσο κρίσιμος είναι για πολλοστή φορά ο μήνας που διανύομε. Κουράστηκα να είμαι κι εγώ μέρος της μελαγχολίας, που όλο και περισσότερο τυλίγει τα πρόσωπα και τους δρόμους. Δεν αντέχεται η βεβαιότητα: Ότι αν προχωρήσουμε έτσι, μας μέλλονται χειρότερα δεινά, η τραγωδία ενεδρεύει.
Να εξέλθω λοιπόν. Αυτό επιθυμώ. Έχω μάλιστα την υποψία ότι αυτό επιθυμούν και πολλοί άλλοι. Αυτό επιθυμούμε για τον καινούργιο χρόνο, που μετρά ήδη τα πρώτα του βήματα. Να εξέλθομε. Διότι, αντί η κρίση να φέρει στην χώρα την σοβαρότητα και την ευθύνη, έχει εκτραπεί σε μια περιδίνηση περί το μηδέν, σε μια αφόρητη φλυαρία με λίγο περιεχόμενο. Τον τόνο δίδουν πάλι οι πολιτικοί και οι πολιτικάντηδες, οι διανοούμενοι της εγωπάθειας, οι αναλυτές της δυστυχίας μας. Όπως ένα ποτάμι, που παρασύρει στην ορμητική ροή του σκουπίδια και λάσπες και στο.......τέλος κυριαρχείται από αυτά.
Η μόνη λοιπόν λύση είναι: Το exit. Δεν αντέχεται άλλο μια καθημερινότητα, που ενώ η «κρίση» εκδηλώνεται σε κάθε της γωνία, επιμένει επίσης να μιλά ασταμάτητα για την κρίση. Αρνούμαι στο εξής να ακούσω όσους επαγγέλλονται διαρκώς την «σωτηρία» μας, αλλά και ορισμένους άλλους, που οραματίζονται την ταπείνωση και την επιστροφή μας στην «δραχμή». Με εξοργίζουν εκείνοι που δήθεν υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια του τόπου - ή την εθνική κυριαρχία μας - ενώ είμαστε οι Έλληνες που τον παραδώσαμε στο μπετόν και την ασχήμια. Δεν με συγκινεί πια ο θρήνος των συνδικαλιστών και των λογής «εκπροσώπων»: την εξουσία τους υπερασπίζονται μόνον, για την δική τους βολή ενδιαφέρονται συνήθως.
Εμείς λοιπόν, όλοι οι άλλοι, είναι ανάγκη να εξέλθομε. Σε ένα σπουδαίο αλλά ελάχιστα γνωστό διήγημα του Ιουλίου Βέρν -το «Πείραμα του δόκτορος Οξ»- οι κάτοικοι μιας ολόκληρης πόλεως περιέρχονται αργά σε μια κατάσταση ανεξήγητη. Ο παραλογισμός και η ένταση κυριαρχούν. Η κατάσταση όμως αυτή εκτονώνεται ευθύς ως κάποιοι από τους κατοίκους περιπατήσουν τυχαία προς την κορυφή ενός λόφου. Εκεί ανακαλύπτουν και πάλι τον πραγματικό εαυτό τους, τις ξεχασμένες αξίες και τα πράγματα που τους συνδέουν. Η ερμηνεία δεν αργεί: Ένας παρανοϊκός επιστήμων, ο δόκτωρ Οξ, διοχέτευε στην πόλη και προς χάριν των πειραμάτων του ένα αέριο με καταστρεπτικές επιδράσεις στα νεύρα και την προσωπικότητα των κατοίκων. Αρκούσε ο καθαρός αέρας του λόφου, για να επανέλθουν οι τυχεροί σε ένα κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που περιόριζε την επίδραση των τοξικών αερίων.
Έξω λοιπόν, προς τον καθαρό αέρα, προς την κορυφή του λόφου. Ας παραμερίσομε προσωρινά το πολύπλοκο ερώτημα: Ποιός άραγε ή ποιοί είναι εκείνοι, που διοχετεύουν τα τοξικά αέρια στην Πόλη; Νά'ναι λοιπόν το «σύστημα», οι ανάξιοι πολιτικοί, η τρόικα –ή μήπως μια Ευρώπη που ξέχασε τους πρωταρχικούς λόγους της υπάρξεως της; Με αυτά τα ερωτήματα ασχολούνται ωστόσο κατά κόρον οι πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης, επίκαιρα αφιερώματα και ειδικά βιβλία, βαρύγδουποι αναλυτές και δημοσκόποι. Η ίδια η επιδημία δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει, κυρίως περιγράφουν τα συμπτώματα της. Εμείς εδώ, που δεν ακολουθούμε αυτό το ρεύμα, ας εστιάσομε στο μόνο εθνικό αίτημα: Έξω, στον καθαρό αέρα. Εκεί που κινούνται ακόμα άνθρωποι, με τις αδυναμίες και την μεγαλοσύνη τους και όχι τα θύματα ενός παρανοϊκού δόκτορα. Εκεί, που κυριαρχεί το ερώτημα «τι μπορούμε να κάνομε;» και όχι το εξαντλημένο «ποιος φταίει». Εκεί: Δίπλα στον άνεργο, όσοι μπορούμε, κοντά στα θύματα του δόκτορα Οξ, όσοι αντέχομε.
To exit, φίλοι. Αυτό είναι το μόνο αίτημα -και όχι βέβαια οι εκλογές!- που έχει περιεχόμενο και σημασία. To exit: Από μια Ελλάδα, που σέρνεται πάλι από τις αμαρτίες και την πολιτική της ευτέλεια, στην άλλη Ελλάδα, την παράλληλη Ελλάδα, που δεν έπαυσε να υπάρχει. Εκεί βρίσκεται πάντοτε ο δάσκαλος, που διδάσκει σωστά τα παιδιά ή ο γιατρός, που δεν βλέπει τον πάσχοντα ως χαρτονόμισμα. Στην παράλληλη Ελλάδα ανήκουν οι άνθρωποι της Τέχνης που, συχνά ανέστιοι και πένητες, επιμένουν να δημιουργούν στο θέατρο, στη μουσική, στον κινηματογράφο. Εκεί πάλι ανήκουν όσοι κινητοποιούνται, χωρίς την αυτοπροβολή που επιδιώκουν άλλοι, για το καλό του διπλανού τους, για να διασωθεί μια ομορφιά που χάνεται, για να γίνει η σιωπηρή οργή μας φροντίδα και πράξη.
Είναι ο μόνος τρόπος: Tο exit. Από την Ελλάδα του κενού λόγου και του παροξυσμού, στην άλλη Ελλάδα, που υπάρχει δίπλα μας και μέσα μας. Ενώ όμως τα φωτεινά σήματα δείχνουν τον δρόμο, ας μην νομίσει κανείς ότι είναι εύκολος και ασφαλής. Κυρίως επειδή σε κάθε του στροφή, σε κάθε του πέρασμα, πρέπει να κοιτάζομε κατάματα τους νέους ανθρώπους και να ψιθυρίζομε ένα συγγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου