old-boy.blogspot.com
Αν την ρωτούσες τι την γοήτευε περισσότερο πάνω του, θα σου απαντούσε το χιούμορ του. Αν την ρωτούσες τι δεν άντεχε περισσότερο πάνω του, θα σου απαντούσε τον εγωκεντρισμό του. Ένα αγαπημένο του λογοπαίγνιο ήταν το «Δεν δίνω φακή», το οποίο χρησιμοποιούσε ως αντίστοιχο του «Ι don't give a fuck». Το παιγνιώδες του πράγματος άρχιζε και τελείωνε στην μετάφραση του fuck σε φακή.
Γιατί επί της ουσίας σοβαρολογούσε τοις εκατό εκατό: όταν έλεγε πως κάτι δεν τον ένοιαζε, δεν τον ένοιαζε. Οι άλλοι δεν τον ένοιαζαν, τα προβλήματά τους δεν τον ένοιαζαν, τα συναισθήματά τους δεν τον ένοιαζαν, οι ανάγκες τους δεν τον ένοιαζαν. Τον ένοιαζε εκείνος. Και τον ένοιαζε πολύ. Και εκείνος ασχολούνταν με εκείνον επισταμένως. Και φρόντιζε να παίρνει ό,τι περισσότερο μπορούσε να του δίνει η ζωή, έχοντας ευλογηθεί με το χάρισμα της έλλειψης αναστολών πριν, ενοχών μετά και ενδιαφέροντος εν γένει.
Λογικό κι επόμενο λοιπόν ήταν εκείνη να φτάσει να τον σιχαθεί. Και να τον αφήσει. Του το ανακοίνωσε με δάκρυα στα μάτια σε ζαχαροπλαστείο, σαν σε παλιά ελληνική ταινία. Τα δικά του έκαναν να βουρκώσουν, αλλά είχε μηχανισμούς εσωτερικούς που απέτρεπαν την έκκριση τέτοιου είδους υγρών, σχεδόν εν τη γενέσει τους. «Δεν δίνω φακή» ήταν το μόνο που της είπε. Και το.......τελευταίο, γιατί σηκώθηκε την ίδια στιγμή και έφυγε, ενώ δεν απάντησε σε κανένα από τα μηνύματα και γράμματά της τους επόμενους δυο μήνες.
Μετά και την τελευταία του μη απάντηση, εκείνη πήγε στο σούπερ μάρκετ κι αγόρασε ένα σακουλάκι φακές. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να σταματά τους περαστικούς βάζοντάς τους στο χέρι από μια φακή, κλείνοντάς τους την μες την παλάμη και σφίγγοντας τα χέρια τους με θέρμη. Έσφιξε χιλιάδες χέρια μέχρι να εξαντληθεί το σακουλάκι. Οι περισσότεροι την παιρνούσαν για τρελή και ίσως να είχαν δίκιο, αφού εδώ κανείς δυσκολεύεται να ενδιαφερθεί στα αλήθεια για ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπων που προσωπικά γνωρίζει, πόσω μάλλον για ανθρώπους εντελώς αγνώστους. Εκείνη πάλι δεν θεωρούσε τον εαυτό της υποκριτή. Σε κάθε φακή που έδινε, σε κάθε χέρι που έσφιγγε, φρόντιζε να κοιτάξει τον άλλο μέσα στα αμήχανά μάτια του και να προσπαθήσει να τον νοιαστεί, έστω και για εκείνο το μοναχικό δευτερόλεπτο που κρατούσε το βλέμμα της.
Επέστρεψε το βράδυ σπίτι της πλουσιότερη κατά λίγες χιλιάδες νοιαξίματα. Σκεφτόταν πως ίσως οι φακές που είχε δώσει θα ήταν κάτι σαν τα ρεβύθια του Κοντορεβυθούλη: ένας χάρτης προς το σπίτι, ένας χάρτης όμως μιας διαδρομής όχι σταθερής, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενης, μεταβαλλόμενης ανάλογα με τις κινήσεις του κάθε ένα από τους ανθρώπους που είχαν λάβει τις φακές της. Σκεφτόταν πως η διαδρομή της προς αυτό που θα αποτελούσε κάποτε το σπίτι της δεν γινόταν να είναι προδιαγεγραμμένη, μονομερής, γραμμική. Έβγαζε πολύ περισσότερο νόημα να ήταν απρόβλεπτη, πολύπλοκη, ευμετάβλητη, εν τέλει χαώδης, αλλά χαώδης με την έννοια του συγκαθορισμού της ζωής μας από το συμπτωματικό και το τυχαίο, όχι του απόλυτου καθορισμού της: ένα κομμάτι σύμπτωση και τύχη κι ένα κομμάτι το ποιοί είμαστε εμείς, το ποιοί είμαστε εμείς κατά τη στιγμή της τύχης και της σύμπτωσης.
Αποκαμωμένη από την κούραση της ημέρας δεν είχε δύναμη να μαγειρέψει. Έψαξε στα προσπέκτους για ντελίβερι που θα έφερνε στο σπίτι όσπρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου