Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί.
Μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε ἀπ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να τη φορέσεις τη Λαμπρή.
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια
κι’ ἡ μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γιομάτη αγάπη.
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δέντρο θέλεις.
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου.
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς; Να’ ρθείς!
Το αμίαντο χέρι
Έφυγες με μισό χέρι για τον αγρό του Βουζ
να μας στείλεις ένα ψωμί καλοζυμωμένο,
ζεστό, σαν την αγάπη της μάννας
που προσπαθεί να ζεστάνει του βρέφους της
τα χεράκια με την ανάσα της,
με πολύν ήλιο πάνω στη φλούδα,
με πολλά δάκρυα μέσα στην ψύχα του.
Μες στο καράβι που άρχισε να βουλιάζει
σε περιμένουμε και οι τρεις.
Να μας φέρεις πίσω το χέρι σου.
Το χέρι, που σφύριζε....σα μαστίγιο στον άνεμο,
απειλώντας τη μοίρα, πλένοντας τις αυλές,
αθροίζοντας σε αριθμούς τα δέματα κα τους τόνους
που φέρνανε τα καράβια.
Το χέρι σου, που έπιανε το μαστό σου όταν θήλαζες
πλαγιασμένο στο στήθος σου ένα τριαντάφυλλο.
Το χέρι σου, που έκοβε υφάσματα λύπης
και μπάλωνε με κλωστές από φως
των παιδιών μας τα ρούχα.
Το χέρι σου,
πω αγρύπναγε στις προφυλακές κι’ αντιστέκονταν
σαν ένας ολόκληρος ιερός λόχος.
Τόσο αμίαντο κι’ ιερό δεν ξέρω που να το βάλω,
που να βρω μέρος καθαρό – μια θήκη θαλασσιά
κομμένη από τον ουρανό ή απ’ της Παναγίας
το ιμάτιο.
Στεφανωμένο με πορτοκαλάνθια,
το νοιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σαν τον Ιησού στο σταυρό
πάνω στην Αγία Τράπεζα
στο εξωκκλήσι του Αη - Γιώργη μας.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου