Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα - Ένας Επαναστάτης με αιτία

44 χρόνια πέρασαν από την ημέρα της δολοφονίας του Τσε Γκεβάρα. Απλός κόσμος αλλά και ηγέτες των χωρών της Λατινικής Αμερικής (και όχι μόνο) αποτίουν φόρο τιμής στον Αργεντίνο επαναστάτη και στέκονται με δέος απέναντι στη ρομαντική και παγκοσμίως διάσημη φιγούρα του.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna) γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής και έμεινε γνωστός ως Τσε Γκεβάρα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά μιας οικογένειας της αργεντινής ολιγαρχίας με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές.

O Γκεβάρα ήταν ένα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Πολιτεία του Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Σαίξπηρ, Γκαίτε) μέχρι κλασικά έργα του Τζάκ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν και πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών, ενώ η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά μυθιστορήματα». Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.


Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο δημόσιο λύκειο Ντέαν Φούνες της Κόρδοβα, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον ... τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από μικρό παιδί τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. 

Μετά την αποφοίτηση του από την ιατρική σχολή, ο Τσε Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς όπως η Βολιβία, το Περού, ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα, η Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ, ζώντας από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στις χώρες αυτές. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα.

Κάπου μεταξύ του 1954 και 1955 γνωρίστηκε με την Περουβιανή οικονομολόγο Ιλδα Γκαδέα. Η επαφή τους άνοιξε στον Τσε Γκεβάρα το δρόμο για επαφές με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων.

Το καλοκαίρι του 1955 η συνάντηση με τον Kάστρο είναι καταλυτική για τη μετέπειτα πορεία του κινήματος της 26ης Ιουλίου. Ο Αργεντίνος είδε στο πρόσωπο του Κάστρο έναν ηγέτη που θα μπορούσε να στηρίξει την Κουβανική επανάσταση.

1958. Η κατάληψη της Σάντα Κλάρα έπειτα από δύο χρόνια ανταρτοπόλεμου στην οροσειρά Σιέρα Μαέστρα ενάντια στο δικτάτορα Μπατίστα, ήταν ένα κομβικό σημείο για τον Τσε Γκεβάρα και την επανάσταση.

1η Ιανουαρίου 1959 και ο Μπατίστα αποχωρεί από την Αβάνα προς τη Δομινικανή Δημοκρατία. Ο Τσε Γκεβάρα αναλαμβάνει να εξετάσει τις εφέσεις των δύο επαναστατικών δικαστηρίων που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πολίτες.

Στις 7 Οκτωβρίου του 1959 ο Κάστρο του αναθέτει την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης καθώς και του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1961 διορίζεται Υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας για να οργανώσει τις βιομηχανικές μονάδες και το κύμα κρατικοποιήσεων που έχει επέλθει στη χώρα. Έχει ήδη συναντηθεί με τον Χρουτσώφ στη Μόσχα και με τον Μάο Τσε- Τουνγκ στο Πεκίνο και έχει συμφωνήσει σε τιμή υψηλότερη από τις τιμές της αγοράς την εξαγωγή 4 εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης.

Το 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων τίθεται επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων στην επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο. Το στράτευμα του παρέμεινε ανενεργό αλλά πέτυχε με αντιπερισπασμό να αποπροσανατολίσει τις αμερικανικές δυνάμεις. Η κουβανική πολιτοφυλακή και αεροπορία αντιστάθηκαν επιτυχώς στην αμερικανική εισβολή.

11 Δεκεμβρίου 1964. Η ομιλία του στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών χαρακτηρίζεται από τη διαμαρτυρία του εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες που αυτές υποθάλπτουν.

1η Απριλίου 1964 και ο Τσε Γκεβάρα αποχωρεί από την Κούβα λόγω διαφωνιών με την οικονομική πολιτική του Κάστρο.

Επόμενος σταθμός το Κογκό όπου ο Τσε Γκεβάρα είδε την Αφρική ως τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η αδυναμία σύνταξης των Κογκολέζικων δυνάμεων τον οδηγεί σε απογοήτευση και αποτυχία της επανάστασης.

Το 1960, ένα χρόνο μετά την ανατροπή του Μπατίστα και την τελική επικράτηση των ανταρτών στην πρωτεύουσα Αβάνα, ο Γκεβάρα έγραψε μια εκτενή εργασία με τον τίτλο «Guerilla Warfare». Εκεί παρουσίαζε τις αρχές, βάσει των οποίων κάθε κράτος στη Λατινική Αμερική θα μπορούσε με επιτυχία να διαπράξει αντάρτικο εναντίον των καταπιεστικών καθεστώτων της εποχής.

Η πρώτη αρχή, επηρεασμένη από την επιτυχημένη ανατροπή του Μπατίστα, διακήρυσσει τη νίκη των λαϊκών δυνάμεων εναντίον ενός συντεταγμένου στρατού. Ωστόσο, η νοηματοδότηση και περαιτέρω αξιολόγηση των δύο άλλων αρχών ήταν η εκκίνηση για τη δημιουργία μιας ξεχωριστής επαναστατικής θεωρίας (foco theory). 

O Γκεβάρα, επηρεασμένος από την ανάγνωση της Μαρξιστικής θεωρίας και της επανάστασης του προλεταριάτου εναντίον των κεφαλαιούχων και της αστικής τάξης, θεώρησε τη φυσική εξέλιξη της συλλογικής εργατικής συνείδησης χρονοβόρα και κατά τι ηττοπαθή. Η άποψη του αναφερόταν στην ταχύτατη και άμεση οργάνωση αντάρτικων ομάδων που θα επιτίθεντο στα καταπιεστικά καθεστώτα. Έτσι θα προκαλούσε την αντίδραση, την αντεπίθεση και τη σκλήρυνση των καταπιεστικών μηχανισμών του καθεστώτος, οδηγώντας το στην πλήρη αποκάλυψη της αντιδημοκρατικότητας του.

Η Λατινο - αμερικανική πολιτική σφαίρα στην εποχή του Τσε Γκεβάρα ευνοούσε τις άνωθεν αρχές παράλληλα με τη ριζική αγροτική μεταρρύθμιση που υποσχόταν το αντάρτικο της εποχής. Η εκμετάλλευση της γης από τους λίγους, με τις ευχές των επικεφαλής κυβερνήσεων ήταν ένα ισχυρό ερέθισμα για τη συμπαράταξη των αγροτών στον ένοπλο αγώνα. Η γνωστοποίηση της επανάστασης κατ' αυτόν τον τρόπο και η δημιουργία επαναστατικών ιδανικών, ισχυριζόταν ο Τσε Γκεβάρα, ήταν ο ορθός δρόμος για την επιβολή της νέας κατάστασης.

Η πολιτική του κουλτούρα και διανόηση ωστόσο, τον οδήγησαν να παραδεχτεί ότι το αντάρτικο δεν είναι πάντα η πανάκεια λύση για την αλλαγή. Όταν μια κυβέρνηση είναι δημοκρατικά εκλεγμένη και έχει αφήσει χώρο στην έκφραση διαφορετικών πολιτικών απόψεων, η ένοπλη επανάσταση δεν εμπνέεται με ευκολία. Αντιθέτως, η ειρηνική δράση και αντίσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «όπλο» για την επιθυμητή αλλαγή.

Μετά την διαφωνία του με τον Φιντέλ Κάστρο και τη φυγή του από την Κούβα, ο αργεντίνος επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα περιπλανήθηκε αρκετά. Το φθινόπωρο του 1966 βρέθηκε στη Βολιβία για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Ήταν μια σύγχρονη εκδοχή του Σιμόν Μπολιβάρ, καθώς θεωρούσε τη Λατινική Αμερική, όχι ως ένα σύνολο χωριστών εθνών, αλλά ως μια πολιτιστική και οικονομική ενότητα, για την απελευθέρωση της οποίας θα χρειαζόταν μια κοινή στρατηγική.
Την πάμφτωχη Βολιβία κυβερνούσε εκείνη την εποχή η αμερικανοκίνητη χούντα του στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος. Ο Τσε με πάσα μυστικότητα οργάνωσε στη ζούγκλα της Σάντα Κρους μια ομάδα από 50 αντάρτες, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του Βολιβιανού Απελευθερωτικού Στρατού. Η πρώτη μάχη με τον στρατό δόθηκε τον Μάρτη του 1967. Ο Τσε ήταν και πάλι στο προσκήνιο, γεγονός που προκάλεσε την οργή του δικτάτορα, ο οποίος ζήτησε από τις δυνάμεις του το κεφάλι του για να το κρεμάσει σε κεντρικό φανοστάτη της Λα Παζ.

Ταυτόχρονα δραστηριοποιήθηκε και η CIA, που δεν είχε ξεχάσει τη δράση του Γκεβάρα στην Κούβα και την καθοριστική του συνεισφορά στην επικράτηση των «μπαρμπούδος» του Κάστρο, αλλά και την εναντίον των ΗΠΑ ρητορική του. Εξόπλισε τις ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την πλαισίωσε με ειδικούς συμβούλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Φέλιξ Ροντρίγκεζ, με δράση στην Κούβα. Εκτός από τον στρατό και τους Αμερικανούς, ο Τσε είχε να αντιμετωπίσει και την εχθρική συμπεριφορά του τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήταν περισσότερο προσανατολισμένο προς τη Μόσχα, παρά προς στην Αβάνα.

Ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και ο Τσε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των διωκτών του. Οι βολιβιανές ειδικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τις πληροφορίες από ντόπιους χωρικούς, τον συνέλαβαν ύστερα από σύντομη μάχη στις 8 Οκτωβρίου 1967 στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Σύμφωνα με κάποιους στρατιώτες, ο Τσε φώναξε στους στρατιώτες: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Πάνω του βρέθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε για τη δράση του στη Βολιβία. Η πρώτη εγγραφή ήταν στις 7 Νοεμβρίου 1966 και η τελευταία στις 7 Οκτωβρίου 1967 την παραμονή της σύλληψής του.

Την επομένη μέρα, 9 Οκτωβρίου 1967, ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε σε μια αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στο χωριό Λα Χιγκέρα. Ο εκτελεστής του ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν, που έδωσε μάχη με τους συναδέλφους του για το ποιος θα έχει την τιμή να σκοτώσει τον διακεκριμένο αιχμάλωτο. Με διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, τον πυροβόλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι σκοτώθηκε σε μάχη.

Η σωρός του 39χρονου επαναστάτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε για να επιδειχθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Ακολούθως, ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα, όπου δόθηκε η καθοριστική μάχη της Κουβανικής Επανάστασης.

Ο θάνατός του αποτέλεσε ένα σοβαρό πλήγμα για το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική και οι διάφορες χούντες της περιοχής βρήκαν την ευκαιρία να σκληρύνουν τη στάση τους. Σε αυτό το σημείο εστιάζεται και η κριτική που ασκήθηκε στον Τσε Γκεβάρα, ότι δηλαδή η δική του δράση και όσων τον μιμήθηκαν αργότερα συνέβαλε στη διατήρηση ενός σκληρού και αμερικανοκίνητου μιλιταρισμού στη Λατινική Αμερική για πολλά χρόνια ακόμα.

Σχεδόν αμέσως με το θάνατό του άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος του. Ο γιατρός από την Αργεντινή έγινε το σύμβολο της εξέγερσης και της επανάστασης για το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του '60. Πολλά νεαρά άτομα στη Δύση τον ξεχώρισαν ανάμεσα σε άλλους επαναστάτες, επειδή απαρνήθηκε τις ανέσεις μιας άνετης μεσοαστικής ζωής, για να αγωνισθεί για τους φτωχούς και απόκληρους του πλανήτη και για μια δίκαιη κοινωνία. Ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν την ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου