Tης Λινας Γιανναρου
«Μοσχούλα, θα μας φέρεις δύο λευκές και δύο ψημένες;» Σε δύο λεπτά, η Μοσχούλα Πορτοκάλη, γελαστή όπως το όνομά της, έφερε τον δίσκο με τις ρακές και το απαραίτητο μεζεδάκι. «Ολα δικά μας, παιδιά, από το μποστάνι και το τυρί ντόπιο φυσικά», είπε βάζοντας νερό στα ποτήρια από την κανάτα. «Δικό σας και το νερό;» την πείραξε ο Βαγγέλης. «Εννοείται. Τι την έχουμε την πηγή;».
Ογδόντα χρόνια τώρα το καφενείο σ’ αυτήν την έσχατη γωνιά του Αιγαίου και της Αμοργού, την όμορφη Λαγκάδα, και άλλα 200 και βάλε πιο πριν παραδοσιακό ελαιοτριβείο, το «Μοσχουδάκι», όπως λέγεται σήμερα, αποτελεί ζωντανό κύτταρο του νησιού. Οταν πριν από λίγα χρόνια η δουλειά άρχισε να «κάθεται», η Μοσχούλα, τρισέγγονη των πρώτων ιδιοκτητών, δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια. Με προσωπική εργασία και με τη βοήθεια πολύπειρων μαστόρων του νησιού έπιασε να ανακαινίσει το καφενεδάκι, αναδεικνύοντας στοιχεία από το παλιό ελαιοτριβείο. Οι εργασίες κράτησαν καιρό, αλλά η βιασύνη είναι η καλή φορεσιά της τσαπατσουλιάς. Στο ταβάνι αποκαλύφθηκαν τα παμπάλαια δοκάρια, βέργες μασίφ ξύλου, με λεπτοδουλειά ανακαινίστηκε η περίτεχνη πόρτα και τα παραθυρόφυλλα, οι τοίχοι σοβατίστηκαν, οι λεπτομέρειες βάφτηκαν με ανοιχτό, ξεκούραστο πράσινο. Το κουζινάκι συγυρίστηκε κι αυτό, στον.......τοίχο τοποθετήθηκαν κάδρα με εικόνες των προγόνων, οικογενειακά κειμήλια βρήκαν τη θέση τους εδώ κι εκεί. Το αποτέλεσμα θα το ζήλευε και ο καλύτερος διακοσμητής του Γκαζιού. Κάναμε όλοι την ίδια σκέψη: «Αλλοι πληρώνουν αδρά για κάτι που εδώ βγαίνει φυσικά».
Στις επόμενες ρακές, ο μεζές ήταν αμοργιανό παξιμάδι μουσκεμένο με νερό, ραντισμένο με λάδι και πασπαλισμένο με φρέσκια ρίγανη - φύεται ανεξέλεγκτα σε όλο το νησί. «Για τις εργασίες, μπόρεσες να πάρεις καμιά επιδότηση;» ρωτήσαμε τη Μοσχούλα, που είχε πιάσει να σερβίρει τα «γνωστά» στους γέροντες που ξαπόσταιναν στο διπλανό τραπέζι. «Προς Θεού, όχι!» αποκρίθηκε. «Δεν θα άντεχα τέτοιον μπελά. Δεν θέλω να χρωστάω σε κανέναν». Οχι ότι ήθελε ρώτημα, αλλά η Μοσχούλα Πορτοκάλη δεν έχει σκεφτεί ούτε να διαφημιστεί στον τοπικό Τύπο, στο Ιντερνετ, οπουδήποτε. «Υπάρχει καλύτερη διαφήμιση από αυτό;» είπε δείχνοντας το ζευγάρι Γάλλων που μόλις είχαν καθήσει για ένα ουζάκι. Ο άνδρας επισκέπτεται την Αμοργό κάθε χρόνο ανελλιπώς από το 1983. «Στόμα με στόμα - αυτή είναι διαφήμιση».
Από τις φετινές διακοπές, τις πιο αγχωμένες και «σφιχτές» των τελευταίων χρόνων, είναι αυτός ο μικρός καφενές στο κάτασπρο στενό της Λαγκάδας που έχει σφηνωθεί στο μυαλό και συνεχίζει να το ξεκουράζει. Οχι μόνο για την απογευματινή δροσιά που μας χάρισε ούτε για τη θαλπωρή της καλύτερης ρακής που δοκιμάσαμε. Αλλά γιατί σε μια εποχή απόλυτου αποπροσανατολισμού, σε κάθε επίπεδο, σαν να έδειξε τον γνώριμο, αλλά φρεσκοασβεστωμένο δρόμο της προκοπής.
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου