Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Το «δυσθήρατον» αληθές της ιστορίας

Tου Παντελή Μπουκάλα


Τη φράση την ακούμε συχνά σε πανηγυρικούς, αυτό όμως μάλλον εξανεμίζει την αξία της παρά την επικυρώνει. «Ολβιος όστις ιστορίας έσχε μάθησιν», είπε λοιπόν ο Ευριπίδης, ποτισμένος αυτός στην ιστορία, όπως κατανοούμε, ακόμα κι αν φαινομενικά μυθολογεί. 

Αλλά τα προβλήματα με την ιστορία, με τη γνώση δηλαδή και την αναζήτησή της, αρχίζουν σχεδόν αμέσως: ανάλογα με τη μέθοδο, την οπτική, τη σκοπιμότητα αλλά και τον κόπο που είναι διατεθειμένος να δαπανήσει κανείς για να βαθύνει τη μελέτη του και κυρίως για να τιθασεύσει τον υποκειμενισμό και την «αυθεντία» του, αλλάζει και το συμπέρασμα, η υποδεικνυόμενη αλήθεια, η οποία έτσι σχετικοποιείται και πιθανόν χάνεται. Ολα τούτα τα συνοψίζει ο Πλούταρχος στον «Βίο» του Περικλή.

Αποφαίνεται, λοιπόν, κάπως βαρύθυμος από το να καταγράφει τις σφόδρα αντιτιθέμενες αφηγήσεις των ιστοριογράφων: «Ούτως έοικε πάντη χαλεπόν είναι και δυσθήρατον ιστορίας ταληθές, όταν οι μεν ύστερον γεγονότες τον χρόνον έχωσιν επιπροσθούντα τη γνώσει των πραγμάτων, η δε των πράξεων και των βίων ηλικιώτις ιστορία τα μεν φθόνοις και δυσμενείας, τα δε χαριζομένη και κολακεύουσα λυμαίνηται και διαστρέφει την αλήθειαν». Μεταφράζω: «Δυσπρόσιτη κι άπιαστη φαίνεται η ιστορική αλήθεια. Τους μεταγενέστερους τους χωρίζει από τη γνώση των πραγμάτων το φράγμα του χρόνου. Kαι η ιστοριογραφία η συγκαιρινή με τους βίους και τις πράξεις φθείρει την αλήθεια και τη διαστρέφει, πότε επειδή την οδηγεί ο φθόνος και η αποστροφή και πότε επειδή χαρίζεται και κολακεύει».



Δυσθήρατη παραμένει η αλήθεια ακόμα και για πρόσωπα… που όχι μόνο έλαμψαν στον καιρό τους αλλά πια μετριούνται στις μείζονες μορφές της ιστορίας, κι όχι μονάχα της ελληνικής. Ο Φειδίας αίφνης, που, τίποτα παράδοξο, έπεσε κι αυτός θύμα της διαβολής από ανθυπομετριότητες της εποχής του, μας κληροδότησε, μαζί με το απροσέγγιστο υπόδειγμα αισθητικού ήθους που έπλασε, υπόδειγμα που συνωνυμεί με την αθηναϊκή δημοκρατία, και ένα άλυτο μυστήριο, όχι τόσο για το αν ενέδωσε σε κάποιον πειρασμό όσο για το πώς επήλθε το τέλος του. 


Πέθανε στη φυλακή; Και πώς; Από γηρατειά ή τον δηλητηρίασαν; Ή μήπως έφυγε για την Ολυμπία; Και πώς; Απαλλαγμένος από τις κατηγορίες και οικειοθελώς ή επειδή εξοστρακίστηκε; Η ποίηση, διά του Οδυσσέα Ελύτη και του «Μικρού Ναυτίλου», επέλεξε να αναδείξει τον θάνατό του στη φυλακή, ενδεχομένως επειδή αυτό ταιριάζει στο ποιητικό σχέδιο, να επισημανθεί δηλαδή, χωρίς δραματικούς τόνους, ο διαρκής ελληνικός εμφύλιος και η αδιάκοπη κατακρήμνιση των ειδώλων. Διαβάζουμε λοιπόν στον Προβολέα β΄, Σκηνή Τρίτη του «Ναυτίλου»: «Ο Φειδίας ριγμένος στις φυλακές σαν κακούργος αργοπεθαίνει από γηρατειά και θλίψη».

Ακόμα όμως δεν ξέρουμε αν αληθεύει αυτό, παρά τη διεξοδική ιστοριογραφική έρευνα. Δεν το ήξερε ούτε ο Πλούταρχος, που συνοψίζει ως εξής τα πάθη του Φειδία στον «Βίο» του Περικλή, απ’ όπου και μεταφράζω: «Kαιρός όμως να περάσουμε στην πιο βαριά κατηγορία κατά του Περικλή.  



Ο γλύπτης Φειδίας είχε αναλάβει να πλάσει το άγαλμα της Aθηνάς. Kαι κάποια στιγμή, σαν για να δοκιμάσουν τη στάση του λαού απέναντι στον Περικλή, έπεισαν κάποιον Mένωνα, συνεργάτη του Φειδία, να καθίσει στην αγορά ικέτης και να ζητήσει να του δοθεί η άδεια να καταγγείλει τον τεχνίτη. H αίτησή του έγινε δεκτή και πήρε το δικαίωμα να κατηγορήσει τον Φειδία στην εκκλησία του δήμου. Πλην όμως καμιά κλοπή δεν αποδείχτηκε.  O Φειδίας, πράττοντας όπως τον είχε συμβουλέψει εξαρχής ο Περικλής, είχε επενδύσει το χρυσάφι στο άγαλμα. Πανεύκολο ήταν λοιπόν να το βγάλουν και να το ζυγίσουν. Kι αυτό ακριβώς συνέστησε ο Περικλής στους κατηγόρους του. 


Mα η δόξα βάραινε τον Φειδία, γιατί γεννούσε τον φθόνο. Tον κατηγόρησαν λοιπόν ότι στην Αμαζονομαχία, που την είχε απεικονίσει πάνω στην ασπίδα τής θεάς, τρύπωσε και τη δική του μορφή, να σηκώνει, γέροντας φαλακρός, μια πέτρα με τα δυο του χέρια. Kαι πρόσθεσε και μια πανώρια εικόνα του Περικλή να μάχεται μιαν Aμαζόνα. Kαι η ομοιότητα φαινόταν, παρότι το χέρι που ύψωνε το δόρυ μπροστά στο πρόσωπο του Περικλή ήταν επιτήδεια φιλοτεχνημένο ώστε να την κρύβει. 

Tέλος, τον έκλεισαν στη φυλακή τον Φειδία. Kι εκεί αρρώστησε και πέθανε. O θάνατός του ήρθε από δηλητήριο, λένε μερικοί. Tου το έδωσαν οι πολέμιοι του Περικλή για να τον διαβάλουν. Aντίθετα, ο μηνυτής του ο Mένωνας ευτύχησε. Yστερα από πρόταση του Γλύκωνα τον απάλλαξαν από τους φόρους κι ο δήμος πρόσταξε τους στρατηγούς να μεριμνούν για την ασφάλειά του». Ο Θεμιστοκλής τώρα. Δικαίως, δικαιότατα δοξάστηκε από τους Ελληνες (γεγονός πρωτοφανές, διακόπηκαν οι Ολυμπιακοί για να τον αποθεώσει το πλήθος). Λιγότερο απ’ όλους τον τίμησαν οι συμπατριώτες του Αθηναίοι, που ήρθε ο καιρός και, ύστερα κι από μεθοδεύσεις της αριστοκρατικής παράταξης, τον κατηγόρησαν για αυταρχισμό και φιλοχρηματία και τον εξοστράκισαν• αφού διέσχισε όλη την Ελλάδα, φυγάς, κατέφυγε στον Πέρση βασιλιά, τον Αρταξέρξη Α΄, ζητώντας προστασία. 

Τη φιλοχρηματία του τη μαρτυρεί ο Ηρόδοτος στην «Ουρανία»: Πανικόβλητοι οι Ευβοείς από την κάθοδο των Περσών εξαγόρασαν τον Θεμιστοκλή με τριάκοντα τάλαντα, ώστε ο ελληνικός στόλος να μείνει κοντά στην Εύβοια και να υπερασπίσει τους ντόπιους. Ο Αθηναίος έδωσε πέντε τάλαντα στον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη και κράτησε τα υπόλοιπα. «Αυτός τε ο Θεμιστοκλής εκέρδηνε», λέει ο Ηρόδοτος. Εγιναν έτσι τα πράγματα ή όχι; Είτε οι «εξεταστικές επιτροπές» στην αρχαιότητα δούλευαν όπως οι σημερινές είτε όχι, το κουβάρι παραμένει τυλιγμένο.  Ο Πλούταρχος, βιογραφώντας τον Θεμιστοκλή, αναφέρει το ευβοϊκό επεισόδιο, παραπέμποντας μάλιστα στον Ηρόδοτο, και δεν διατυπώνει καμία ένσταση. Ο ίδιος όμως ιστορικός (αν βέβαια είναι δικό του το έργο «Περί της Ηροδότου κακοηθείας», όπως εικάζουν οι γραμματολόγοι) επανέρχεται για να κατηγορήσει δριμύτατα τον Ηρόδοτο για πολλά. Μια από τις κατηγορίες του αφορμάται από τις αναφορές του Αλικαρνασσέως ιστορικού στον χρηματισμό του Θεμιστοκλή: «Ο Ηρόδοτος, που μερικοί θεωρούν πως ύμνησε την Ελλάδα, παρουσιάζει τη νίκη στο Αρτεμίσιο σαν έργο δωροδοκίας και κλοπής και εμφανίζει τους Ελληνες να αγωνίζονται δίχως να το θέλουν, εξαπατημένοι από τους στρατηγούς τους που είχαν πάρει χρήματα. Αλλά η κακοήθειά του δεν τελειώνει εδώ». Και για τον θάνατο του Θεμιστοκλή όμως τα πράγματα είναι σκοτεινά. Αυτός ο «Ελλην όφις ο ποικίλος», όπως τον αποκάλεσε ένας Πέρσης χιλίαρχος, πέθανε από αρρώστια, στην Περσία, ή, σεβόμενος τα ίδια του τα κατορθώματα και τα παλιά του τρόπαια, όπως λέει ο Πλούταρχος, αυτοκτόνησε πίνοντας ταύρειον αίμα ή άλλο δραστικό δηλητήριο, για να αποφύγει τη συμμετοχή του σε περσική εκστρατεία κατά της Ελλάδας; Αγνωστο.  Το αληθές παραμένει δυσθήρατο. Αυτή είναι η πρώτη αλήθεια της ιστορίας. Η δεύτερη είναι ότι αν τη διαβάζουμε με το ένα μάτι, κι αυτό θολωμένο από προκαταλήψεις και προαποφάσεις, τίποτα δεν μαθαίνουμε και τίποτα δεν διδασκόμαστε για τα ανθρώπινα.ΠΗΓΗ : www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου