Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Παραμύθια για μεγάλους

Του Δημήτρη Φιλίππου
Είχες χρόνια να γυρίσεις στο χωριό. Ξενιτεμένος, μίλια μακριά από τις εικόνες της παιδικής σου ηλικίας, σε ξένο γεωγραφικό μήκος και πλάτος, ζωγράφιζες με νέα χρώματα στον καμβά των αναμνήσεων. Χρόνια, από τα οποία δεν έλειψε ποτέ η νοσταλγία για τ’ αγαπημένα σου πρόσωπα. Λίγο οι ρυθμοί της ζωής, η δουλειά, οι φίλοι, είχες απορροφηθεί. 

Βέβαια, είχες επαφές με την οικογένεια σου, αλλά πόσο κοντά μπορεί να φέρει τους ανθρώπους ένα τηλέφωνο; Το έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά σου, κάθε φορά που μιλούσατε, «αγόρι μ’, δεν σ’ ακούω καλά. Είσαι μακριά αφού». Στην αγνή της σκέψη, η φωνή περνούσε μέσα απ’ το καλώδιο, σαν το νερό στο μαρκούτσι, που κάπου κάνει κόμπο ή κάποιος το πατά και δε ρέει καλά. Με τη γιαγιά, συναντιόσασταν πια στα όνειρά σου. Στο τελευταίο, χθες το βράδυ, της είπες για την έκπληξη που ετοίμαζες. «Αύριο γυρνάω στο χωριό γιαγιά. Θα πάω να τους δω όλους. Να τους κοιτάξω στα μάτια και να τους αγκαλιάσω». Εκείνη, έπιασε ένα κουβά νερό, τον έχυσε στα πόδια σου και είπε, «σαν το νερό να πας παιδί μου» και σε φίλησε.


Ξύπνησες. Η πτήση σου ήδη έσκιζε σύννεφα πάνω από ξένες χώρες, ανοίγοντας το δρόμο της επιστροφής. Άφιξη στην πρωτεύουσα και ένας ήλιος ζεστός, γνώριμος, να σε καλωσορίζει. Μια βαθιά εισπνοή. Στην εκπνοή βρισκόσουν στο λεωφορείο, να χαράζεις αντίθετα το δρόμο που κάποτε σε απομάκρυνε. Τα μάτια ανοιχτά, να μη .......χάσεις στιγμή. Ώρες πολλές, μα δεν ένιωθες κούραση. Στο τέλος της διαδρομής σε περίμεναν μάνα, πατέρας, αδερφός, αδερφή και τα δυό σου ανίψια. Το χαμόγελο σου μεγάλωνε σε κάθε μέτρο, κάθε χιλιόμετρο που άφηνες πίσω. Την ώρα που έφτανες στο χωριό, ο ήλιος αποχωρούσε και έτσι όταν αντίκρισες την πλατεία, ήταν πια σούρουπο. Κατέβηκες από το λεωφορείο και κοίταξες γύρω σου. Όλα ήταν εκεί, όπως τα άφησες. Οι εικόνες, οι μυρωδιές, ίσως και ο ίδιος γέρος στην καρέκλα του καφενείου.

Το σώμα σου ξεκίνησε για το σπίτι χωρίς να σκεφτεί τη διαδρομή. Την ήξερε. Τόσες φορές είχες τρέξει σε αυτά τα στενά. Τόσες φορές είχες ματώσει τα γόνατά σου σε αυτά τα σκαλοπάτια. Το σπίτι της κυρa-Σούλας. Άραγε ζει; Τόσες φορές είχες κρυφτεί στην αυλή της για να μη σε δείρει η μάνα σου. Οι αναμνήσεις σε οδήγησαν έξω από το πατρικό σου. Η καγκελόπορτα, η κληματαριά, το καμαράκι που μαγείρευε η μάνα σου. Και το κλειδί, κάτω από την πέτρα που ήταν πάντα. Άνοιξες. Το τρίξιμο της πόρτας, όπως τότε, όπως πάντα. Στο πρώτο σου βήμα μέσα στο σπίτι, άκουσες τις φωνές τους. Η πόρτα του σαλονιού κλειστή, αλλά τους άκουγες. Ήταν όλοι εκεί. Δεν μπορούσες να συγκρατήσεις τη χαρά και τη συγκίνηση. Έσπρωξες την πόρτα και με μια κίνηση βρέθηκες στη μέση του σαλονιού.

Πάγωσες. Γύρω σου, έξι τηλεοράσεις. Από αριστερά προς τα δεξιά, στην πρώτη η μάνα σου, να ψάχνει μια νύφη για το γιό της. Εσένα. Δίπλα ο πατέρας σου, να τρώει ένα καφάσι ντομάτες σ’ ένα λεπτό, για να αποδείξει, σε κριτές και κοινό, πως Ελλάδα έχεις ταλέντο. Στην τρίτη τηλεόραση ο εργένης αδερφός σου, αγρότης μόνος ψάχνει. Πιο πέρα η αδερφή σου και ο γαμπρός σου, σε ένα τηλεοπτικό διαζύγιο που αξίζει να το ζεις και να το δεις. Προτελευταίος ο ανιψιός σου, πεπεισμένος πως είναι το επόμενο Greekidol, κακοποιούσε ένα τραγούδι και ξεφτιλιζόταν από μια κριτική επιτροπή, που έκανε μέχρι και εσένα να γελάσεις μαζί του. Τέλος, η πανέμορφη ανιψιά σου, real housewife of Athens, και εσύ να ψάχνεις κάτι real, την housewifeκαι αν η πόλη που κινείται είναι η Athens.

Ακούστηκε το τρίξιμο της πόρτας. Έτρεξες με αγωνία, επαναλαμβάνοντας μέσα σου πως όλα ήταν ένα ψέμα. Μια καλοσχεδιασμένη φάρσα. Πως, στην αυλή, θα τους αντίκριζες επιτέλους. Βγήκες με φόρα. Απέναντί σου, μια κάμερα και μια χαμογελαστή παρουσιάστρια να σου λέει, «καλησπέρα σας. Ήρθαμε να φτιάξουμε το σπίτι σας απ’ την αρχή»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου