Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Σε αδιέξοδο ο μονόδρομος

Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΠΑ
Ο ταξικός συμβιβασμός που οικοδομήθηκε στην Ευρώπη αμέσως μετά τον πόλεμο και δούλεψε μέχρι το 1975 -περίοδος που ονομάστηκε «ένδοξη τριακονταετία»- στηρίχτηκε στη θεσμοθέτηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην εφαρμογή κεϊνσιανών μακροοικονομικών πολιτικών και στην εκτεταμένη λειτουργία συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας.

Ηταν ένας συμβιβασμός που δεν απειλούσε τους βασικούς πυλώνες του συστήματος, ωστόσο το έκανε πιο ανθρώπινο, αφού ο συσχετισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και τις δυνάμεις της εργασίας δεν ήταν τόσο ετεροβαρής, όσο παρουσιάζεται στις μέρες μας.


Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις (σκανδιναβικό παράδειγμα) οι επιδόσεις ήταν εξαιρετικές σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και σ' αυτά της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή στα πεδία που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής Βίβλου: «σε πείσμα των νεοφιλελεύθερων δογμάτων το κοινωνικό κράτος όχι μόνο δεν εμπόδισε τη Σουηδία να........είναι ανταγωνιστική, αλλά την ανέβασε σε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης... και έχει διατηρήσει το μικρότερο βαθμό εισοδηματικών ανισοτήτων» (Σλαβόι Ζίζεκ, «Η Καθημερινή», 12-12-2010).

Σιγά σιγά, και αφού μεσολάβησε μια μεταβατική φάση, οι ισορροπίες ανετράπησαν. Η παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα εις βάρος της πραγματικής οικονομίας οδήγησαν στην απόλυτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Η κατάρρευση του αντίπαλου δέους, η απαξίωση των μεγάλων αφηγήσεων σε συνδυασμό με την πλήρη υποταγή της σοσιαλδημοκρατίας στη λογική της «ελεύθερης αγοράς», δημιούργησαν τη βεβαιότητα της οριστικής επικράτησης του καπιταλισμού: «Εχει γίνει για πολλούς ανθρώπους πιο εύκολο να φανταστούν το τέλος της Γης, παρά το τέλος του καπιταλισμού» (Φρ. Τζέιμσον, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 1-6-2008).

Παρά το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομικό μοντέλο έδειξε τα όριά του και έχει βυθίσει από το 2008 τις περισσότερες χώρες σε βαθιά κρίση, τα κόμματα που τον υπηρέτησαν με θρησκευτική ευλάβεια εξακολουθούν να κρατούν στα χέρια τους τη διαχείριση των οικονομικών πολιτικών, επιβάλλοντας παντού λιτότητα, μείωση του μισθολογικού κόστους, περικοπές δημοσίων δαπανών.

Ξηλώνουν μεθοδικά και στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης τις κατακτήσεις των εργαζομένων, προστατεύουν με φοροαπαλλαγές τα συμφέροντα των πλουσίων με το σκεπτικό ότι έτσι θα ενισχυθούν οι επενδύσεις, συρρικνώνουν δραματικά τον δημόσιο τομέα με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των δημιουργικών δυνάμεων της επιχειρηματικότητας, σπρώχνουν στην ανασφάλεια της μερικής απασχόλησης εκατομμύρια ανθρώπους επινοώντας νέους όρους (ευελφάλεια) επικαλούμενα την ανάγκη να σπάσει η ακαμψία της αγοράς εργασίας. Και όλα αυτά με ένα και μοναδικό επιχείρημα: «Δεν Υπάρχει Αλλη Εναλλακτική» [ΔΥΑΕ].

Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας το «ΔΥΑΕ» επιστρατεύθηκε για να δικαιολογηθεί η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οποιοι διαμαρτύρονται «εμφανίζονται ως παράλογοι, ότι προσπαθούν να εμποδίσουν τη χώρα τους να λύσει τα τρομερά προβλήματά της και πετούν ανάποδα στο πρόσωπο του αναπόφευκτου» (Ρίτσαρντ Πιτ, «Ελευθεροτυπία», 4-12-2010).

Σ' ένα σημείο έχουν δίκιο οι οπαδοί του μονόδρομου. Πράγματι, οι αντίπαλοί τους δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να αρθρώσουν πειστικό και ρεαλιστικό εναλλακτικό λόγο. Η σοσιαλδημοκρατία έχει παραδοθεί άνευ όρων. Χορεύει όπως της βαράνε. Αλλωστε, όπου κυβερνά στην Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) δεν έχει δώσει δείγματα αντίστασης. Κάτι ψελλίζει περί φορολόγησης των χρηματιστηριακών συναλλαγών, αλλά έως εκεί.

Η άλλη αριστερά ξέρει πολύ καλά τι δεν θέλει, ωστόσο ένα κομμάτι της δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει και πώς θα φτάσει σ' αυτό, παλινωδώντας ανάμεσα στον αφορολόγητο ριζοσπαστισμό και στην ελαφρότητα, ενώ κι εκείνο που ξέρει τι θέλει, διαπιστώνει ότι αυτό που θέλει δεν είναι διόλου ελκυστικό στις πλατιές μάζες των πολιτών. Οι δυνάμεις που μάχονται το νεοφιλελευθερισμό έχουν ένα διπλό καθήκον. Παράλληλα με την εργώδη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουν για να επεξεργαστούν ένα προοδευτικό σχέδιο (η εμπειρία μερικών λατινοαμερικανικών χωρών μπορεί να αποβεί χρήσιμη), οφείλουν να νικήσουν τον αντίπαλο στο γήπεδό του, αποδεικνύοντας πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η πολιτική του οδηγεί σε αδιέξοδο.

Αν το πρώτο καθήκον είναι σύνθετο γιατί απαιτεί χρόνο και διάθεση υπέρβασης των στείρων αντιπαραθέσεων, το δεύτερο δεν είναι δύσκολο. Η ιστορία δείχνει ότι η λιτότητα σε συνθήκες κρίσης δεν οδηγεί στην ανάπτυξη. Το αντίθετο: φέρνει ανεργία, αυξάνει τα ποσοστά φτώχειας, μεγαλώνει το χρέος, καταστρέφει τμήματα του παραγωγικού ιστού και μεγαλώνει τον υφεσιακό κύκλο. Αποδομώντας με συστηματικό και τεκμηριωμένο τρόπο το «ΔΥΑΕ» του κυρίαρχου συστημικού προτάγματος, υπονομεύεις την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία των φορέων του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου