Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Από την Κοινωνία των Εθνών στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών


Σήμερα όλοι μας, άλλος πιο λίγο άλλος πιο πολύ, θα έχουμε ακούσει ή θα έχουμε διαβάσει για την Ημέρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με τα 192 κράτη-μέλη του, με τις ειδικές οργανώσεις του, τις κύριες, μόνιμες και διαδικαστικές επιτροπές του, τον Γενικό Γραμματέα του, τις αμφισβητούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του και ένα σωρό θετικές ή αρνητικές κριτικές για τον Οργανισμό αυτό.

Επειδή όμως συρράξεις και έριδες μεταξύ των κρατών όλου του κόσμου, υπήρχαν και προ ΟΗΕ, πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τι προηγήθηκε αυτού?

Αν ανατρέξουμε δύο αιώνες περίπου πίσω, θα δούμε ότι η έννοια μίας ειρηνικής Κοινότητας των Εθνών είχε περιγραφεί ήδη το 1795, από τον Εμμανουελ Καντ στο έργο του «Διαρκής Ειρήνη», που ήταν ένα φιλοσοφικό Σχέδιο με την ιδέα μιας Κοινωνίας – Συνδέσμου – Εθνών, η οποία θα ελέγχει τις συγκρούσεις και θα προωθεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών.

Από το 1889 είχε σχηματιστεί η Διακοινοβουλευτική Ένωση (ΔΚΕ/IPU), που υπήρξε ο πρόδρομος του Συνδέσμου της Κοινωνίας των Εθνών. Ο οργανισμός αυτός είχε διεθνή δραστηριότητα και οι στόχοι του ήταν να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να επιλύσουν διεθνείς διενέξεις με ειρηνικά μέσα και διαιτησία, καθώς και η διοργάνωση ετήσιων συνεδρίων για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τις διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας. Η ΔΚΕ/IPU υπήρξε μέχρι το 1914 και συμμετείχαν σε αυτή μέλη των κοινοβουλίων, από τις 24 χώρες που είχαν τότε κοινοβούλια.

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Νοέμβριος 1918), αφήνει πίσω του οκτώμισι εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών, δέκα εκατομμύρια νεκρούς από τον άμαχο πληθυσμό και περίπου είκοσι ένα εκατομμύρια τραυματίες.

Το αντιπολεμικό συναίσθημα αυξήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους».

Ως αίτια του πολέμου αυτού, εντοπίστηκαν ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών, οι συμμαχίες, η μυστική διπλωματία και η ελευθερία των κυρίαρχων κρατών να κηρύττουν πόλεμο για ίδιον όφελος. Ως αντιληπτά διορθωτικά μέτρα για τα αίτια αυτά θεωρήθηκαν, η δημιουργία μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας στόχος θα ήταν να αποφευχθούν μελλοντικά πόλεμοι μέσω του αφοπλισμού, της ανοιχτής διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας, των περιορισμών στο δικαίωμα κηρύξεων πολέμων και κυρώσεις που έκαναν τον πόλεμο κακή επιλογή για τους λαούς.

Και ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, κυβερνήσεις και ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν σχέδια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιούνταν οι διεθνείς σχέσεις, προκειμένου να προληφθεί η επανάληψη πολέμων.

Η ιδέα για την Κοινωνία των Εθνών φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι (Edward Grey), την οποία υιοθέτησε ο τότε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον, ως μέσο για την αποφυγή τυχόν επανάληψης της αιματοχυσίας, που είδε ο κόσμος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επιδίωξε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή, και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.
Οι ΗΠΑ δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο, παρά τις προσπάθειες του Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών (για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919), αφού η Αμερικανική Γερουσία αρνήθηκε την επικύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και την ένταξη των ΗΠΑ στην ΚτΕ.

Το πρώτο Συμβούλιο της ΚτΕ, συνήλθε στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά αφότου η Συνθήκη των Βερσαλλιών τέθηκε σε ισχύ. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920, παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.

Επίσημες γλώσσες της Κοινωνίας των Εθνών ήταν η γαλλική, η αγγλική και η ισπανική (από το 1920). Ο Σύνδεσμος έλαβε σοβαρά υπόψη την υιοθέτηση της Εσπεράντο ως γλώσσας των εργασιών του, όμως μετά την αντίδραση της γαλλικής αντιπροσωπείας (προκειμένου να προστατευθεί η γαλλική γλώσσα η οποία, όπως ισχυριζόταν, ήταν ήδη διεθνής), η επιλογή αυτή δεν υιοθετήθηκε ποτέ.

Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Αν ήθελε να αναγκάσει μια χώρα να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο, χρειαζόταν το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό και το Γαλλικό στρατό για να επιβληθεί.
Επίσης δεν διέθετε επίσημη σημαία ή λογότυπο. Μόνο, το 1939, προέκυψε ένα ημιεπίσημο έμβλημα με δύο πεντάκτινα αστέρια εντός ενός μπλε πενταγώνου, που συμβόλιζαν τις πέντε ηπείρους και τις πέντε φυλές της ανθρωπότητας. Σε ένα τόξο της κορυφής και του κάτω μέρους της σημαίας είχε τα ονόματα στα αγγλικά League of Nations και τα γαλλικά Société des Nations. Η σημαία αυτή χρησιμοποιήθηκε στο κτίριο που πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939 και 1940.

Η Κοινωνία των Εθνών είχε τέσσερα κύρια όργανα : τη Γραμματεία (με επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα και έδρα της την Γενεύη), το Συμβούλιο, την Εθνοσυνέλευση και το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Είχε επίσης πολλές υπηρεσίες και επιτροπές. Για κάθε δράση απαιτείτο έγκριση τόσο με ομοφωνία του Συμβουλίου, όσο και της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.

Το Συμβούλιο του Συνδέσμου, ενεργούσε ως ένα είδος εκτελεστικού οργάνου κατευθύνοντας τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Ξεκίνησε με τέσσερα μόνιμα μέλη (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) και τέσσερα μη μόνιμα μέλη, τα οποία εκλέγονται από τη Εθνοσ
υνέλευση με τριετή θητεία. Τα πρώτα τέσσερα μη μόνιμα μέλη ήταν το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Βραζιλία.

Με την πάροδο των ετών, η σύνθεση του Συμβουλίου άλλαξε αρκετές φορές. Τα μη μόνιμα μέλη έφθασαν τα εννέα (το 1926), ενώ εντάχθηκε στον Σύνδεσμο και η Γερμανία (αρχικά δεν της είχε επιτραπεί να συμμετάσχει, επειδή κρίθηκε ως θύτης στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) ως πέμπτο μόνιμο μέλος, ανεβάζοντας συνολικά τα μέλη του Συμβουλίου σε δεκαπέντε.
Όταν το 1933 αποχώρησαν από το Συμβούλιο η Γερμανία (λόγω της ανόδου του Χίτλερ) και η Ιαπωνία (λόγω της διαφωνίας της ΚτΕ για την εισβολή της στα κινεζικά εδάφη της Μαντζουρίας), ο αριθμός των μη μόνιμων μελών αυξήθηκε από εννέα σε έντεκα.

Η Σοβιετική Ένωση, αφού αρχικά είχε εξαιρεθεί από την ΚτΕ, αφού οι κομμουνιστικές απόψεις δεν ήταν αποδεκτές από τους νικητές του A' Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε μέλος το 1934, (ανταγωνιστικά προς τη Γερμανία η οποία αποσύρθηκε το προηγούμενο έτος), για να εκδιωχθεί από την ΚτΕ στις 14 Δεκεμβρίου 1939, λόγω της επίθεσής κατά της Φινλανδίας. Μία αμφιλεγόμενη απόφαση, αφού μόνο 7 από τα 15 μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της απομάκρυνσής της (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, Δομινικανή Δημοκρατία, Βολιβία, Αίγυπτος και Νότια Αφρικανική Ένωση), χωρίς να έχουν την πλειοψηφία των ψήφων που απαιτούνταν σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη. Σημειώνεται ότι τρία από τα παραπάνω μέλη επιλέχθηκαν ως μέλη του Συμβουλίου την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας (Νoτιοαφρικανική Ένωση, Βολιβία και Αίγυπτος). Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες πράξεις της ΚτΕ πριν από την παύση της λειτουργίας της λόγω της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1935 ο μέγιστος αριθμός των κρατών-μελών της ΚτΕ έφθανε τα 58.

Ο Σύνδεσμος επόπτευε τη λειτουργία του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαίου. Στο πλαίσιο της ΚτΕ, συστάθηκαν και άλλα όργανα ή επιτροπές και συγκεκριμένα συναντάμε :
τον Οργανισμό Υγείας, τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, την Επιτροπή Αφοπλισμού, την Επιτροπή Εντολών, τη Διεθνή Επιτροπή για τα Δικαιώματα Πνευματικής Συνεργασίας
(πρόδρομος της UNESCO), το Μόνιμο Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου, την Επιτροπή Προσφύγων και την Επιτροπή Δουλείας. Πολλά από αυτά τα ιδρύματα μεταβιβάσθηκαν στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου (που έγινε Διεθνές Δικαστήριο) και ο Οργανισμός Υγείας (όπως αναδιαρθρώθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας - World Health Organization), έγιναν όργανα του ΟΗΕ.

Από τους παραπάνω οργανισμούς :
Ο Οργανισμός Υγείας (που συγκροτείτο από το Γραφείο Υγείας, το Γενικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο και μια επιτροπή Υγείας) επικεντρώθηκε στον τερματισμό της λέπρας, του τύφου, της ελονοσίας και του κίτρινου πυρετού και ειδικά για τα δύο τελευταία ξεκινώντας μια διεθνή εκστρατεία για την εξόντωση των κουνουπιών.

Η Διαρκής Κεντρική Επιτροπή Οπίου, μέσω του Διαρκούς Κεντρικού Συμβουλίου Οπίου επέβλεπε και συντόνιζε την παραγωγή, κατασκευή, εμπορία και λιανική πώληση οπίου και των υποπροϊόντων αυτού. Καθόρισε επίσης ένα σύστημα εισαγωγής πιστοποιητικών και εξαγωγής αδειών για τη νόμιμη διεθνή εμπορία των ναρκωτικών.

Η Επιτροπή Δουλείας επιδίωξε να εξαλείψει τη δουλεία και την εμπορία σκλάβων σε ολόκληρο τον κόσμο και αγωνίστηκε εναντίον της καταναγκαστικής πορνείας. Η σημαντικότερη επιτυχία της ήταν ο τερματισμός της δουλείας, μέσω πιέσεων που άσκησε στις κυβερνήσεις των χωρών που διαχειρίζονταν υποτελείς χώρες. Επίσης εξασφαλίστηκε η δέσμευση της Αιθιοπίας για τον τερματισμό της δουλείας, ως προϋπόθεση για την ένταξή της το 1926, και η συνεργασία με τη Λιβερία για την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και της δια-φυλετικής δουλείας. Κατάφερε να εξασφαλίσει την χειραφέτηση 200.000 σκλάβων στη Σιέρα Λεόνε και οργάνωσε επιδρομές κατά των δουλεμπόρων στην προσπάθειά της να σταματήσει την πρακτική της καταναγκαστικής εργασίας στην Αφρική. Κατάφερε επίσης να μειώσει το ποσοστό θνησιμότητας των εργαζομένων στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της Τανγκανίκα από 55% σε 4%. Διατηρήθηκαν αρχεία ελέγχου της δουλείας, της πορνείας και της εμπορίας γυναικών και παιδιών.

Η Επιτροπή Προσφύγων, υπό τον Φρίντχοφ Νάνσεν, φρόντισε τα συμφέροντα των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης του επαναπατρισμού τους και όταν χρειαζόταν της επανεγκατάστασής τους. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν δύο έως τρία εκατομμύρια πρώην αιχμαλώτων πολέμου διάσπαρτα σε όλη τη Ρωσία, και εντός δύο ετών από την ίδρυση της το 1920, η Επιτροπή βοήθησε 425.000 από αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Θέσπισε το διαβατήριο Νάνσεν, ως μέσο αναγνώρισης για τους λαούς χωρίς πατρίδα.

Η Επιτροπή Αφοπλισμού
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις υποχρεώνονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να επιχειρήσουν να αφοπλιστούν, ενώ η επιβολή περιορισμών εξοπλισμών στις χώρες που ηττήθηκαν στον Πόλεμο είχαν περιγραφεί ως το πρώτο βήμα προς τον παγκόσμιο αφοπλισμό.
Το Σύμφωνο της ΚτΕ απέδωσε στην ΚτΕ το καθήκον της δημιουργίας ενός σχεδίου αφοπλισμού για κάθε κράτος, αλλά το Συμβούλιο απέσυρε την ευθύνη αυτή και την ανάθεσε σε ειδική επιτροπή που συστάθηκε το 1926, για να προετοιμάσει την Παγκόσμια Διάσκεψη Αφοπλισμού του 1932-34.
Τα μέλη της ΚτΕ είχαν διαφορετικές απόψεις για τον αφοπλισμό. Οι Γάλλοι ήταν απρόθυμοι να μειώσουν τους εξοπλισμούς χωρίς εγγυήσεις στρατιωτικής βοηθείας σε περίπτωση επιθέσεως, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία αισθανόταν ευάλωτες σε επιθέσεις από τα ανατολικά και ήθελαν την διαβεβαίωση της ΚτΕ για απάντηση σε επιθετική δραστηριότητα εναντίον των μελών της πριν αυτά αφοπλισθούν.
Η Επιτροπή Αφοπλισμού έλαβε κατ’ αρχήν τη συμφωνία της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας για τον περιορισμό του μεγέθους των στόλων τους. Το Σύμφωνο Κέλογκ-Μπριάν, που διευκολύνθηκε από την Επιτροπή το 1928, απέτυχε στο στόχο του για την κήρυξη του πολέμου ως εκτός νόμου. Τελικά, η Επιτροπή απέτυχε να σταματήσει τη στρατιωτική ενίσχυση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930.

Η ΚτΕ παρέμεινε σιωπηλή στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων γεγονότων που οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όπως ήταν η επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας από τον Χίτλερ, η κατάληψη της Σουδητίας και το Άνσλους (προσάρτηση στη ναζιστική Γερμανία) της Αυστρίας, τα οποία είχαν απαγορευτεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Στην πραγματικότητα τα μέλη της ΚτΕ επανεξοπλίστηκαν. Κατά το 1933, η Ιαπωνία απλά αποχώρησε από την ΚτΕ, αντί να υποκύψει στην απόφασή της, όπως έκανε και η Γερμανία το 1933 (χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την αποτυχία της Παγκόσμιας Διάσκεψης Αφοπλισμού να συμφωνήσει για την ισοτιμία όπλων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας), και η Ιταλία το 1937. Ο Επίτροπος της ΚτΕ στο Γκντανσκ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις Γερμανικές αξιώσεις για την πόλη, παράγοντας που συνέβαλε σημαντικά στο ξέσπασμα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου το 1939.

Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών
Οι Εντολές (Mandates) της Κοινωνίας των Εθνών θεσπίσθηκαν με το άρθρο 22 της Σύμβασης της Κοινωνίας των Εθνών. Αφορούσαν εδάφη που ήταν πρώην αποικίες της Γερμανικής ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν τεθεί υπό την εποπτεία της ΚτΕ μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Μόνιμη Επιτροπή Εντολών επόπτευε τις Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών αλλά οργάνωνε και δημοψηφίσματα σε αμφισβητούμενα εδάφη, έτσι ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να αποφασίσουν σε ποια χώρα θα ενταχθούν.
Υπήρχαν τρεις κατηγορίες Εντολών :
Οι Εντολές "Α" : εφαρμόσθηκαν κυρίως σε τμήματα της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ήταν τα εδάφη που είχαν «φθάσει σε ένα στάδιο ανάπτυξης, όπου η ύπαρξή τους ως ανεξάρτητων εθνών μπορεί να αναγνωριστεί προσωρινά υπό την προϋπόθεση χορήγησης διοικητικών συμβουλών και βοήθειας από μια Υποχρεωτική Διοίκηση μέχρι τη στιγμή που θα είναι σε θέση να σταθούν μόνα τους. Οι επιθυμίες αυτών των κοινοτήτων πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο για την επιλογή της Διοίκησης»
Οι Εντολές "Β" : ίσχυσαν για τις πρώην αποικίες της Γερμανίας, των οποίων την ευθύνη ανέλαβε η ΚτΕ μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές ήταν εδάφη που η ΚτΕ όρισε ότι ήταν «σε ένα τέτοιο επίπεδο που η Υποχρεωτική Διοίκηση πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διοίκηση του εδάφους υπό συνθήκες που εγγυώνται την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, υπό την προϋπόθεση μόνο της διατήρησης της δημόσιας τάξης και ηθικής, την απαγόρευση των καταχρήσεων, όπως το δουλεμπόριο, η διακίνηση όπλων και η διακίνηση αλκοολούχων ποτών και την παρεμπόδιση της δημιουργίας οχυρώσεων ή στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων και της στρατιωτικής εκπαίδευσης των ιθαγενών για σκοπούς άλλους εκτός της αστυνόμευσης και της άμυνας της επικράτειας, και την προϋπόθεση της εξασφάλισης ίσων ευκαιριών για το εμπόριο των λοιπών μελών της ΚτΕ»
Στις Εντολές "Γ" : ταξινομήθηκαν περιοχές στη Νοτιοδυτική Αφρική και σε ορισμένες νήσους του Νοτίου Ειρηνικού που «λόγω της διασποράς του πληθυσμού τους, ή του μικρού τους μεγέθους, ή της απόστασης από τα κέντρα του πολιτισμού, ή γεωγραφικής γειτνίασης τους με το έδαφος της Υποχρεωτικής Διοίκησης, και άλλες συνθήκες, θα ήταν προτιμότερο να διοικούνται σύμφωνα με τους νόμους της Διοίκησης ως αναπόσπαστα τμήματα της επικράτειάς της, με την επιφύλαξη των προαναφερόμενων εγγυήσεων προς το συμφέρον του ιθαγενούς πληθυσμού»

Τα εδάφη αυτά κυβερνήθηκαν από "Δυνάμεις Υποχρεωτικών Διοικήσεων", όπως το Ηνωμένο Βασίλειο στην περίπτωση της Εντολής της Παλαιστίνης και της Ένωσης της Νότιας Αφρικής στην περίπτωση της Νοτιοδυτικής Αφρικής έως ότου τα εδάφη κρίθηκαν ικανά προς αυτοδιοίκηση.
Υπήρχαν δεκατεσσάρων Εντολών εδάφη κατανεμημένα μεταξύ των έξι Δυνάμεων Υποχρεωτικών Διοικήσεων (του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας).
Στην πράξη, τα εδάφη των Εντολών αντιμετωπίζονταν ως αποικίες και είχαν θεωρηθεί από τους κριτικούς της ΚτΕ ως λεία πολέμου.
Με την εξαίρεση του Ιράκ, που προσχώρησε στην ΚτΕ στις 3 Οκτωβρίου 1932, τα εν λόγω εδάφη δεν άρχισαν να κερδίζουν την ανεξαρτησία τους παρά μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια διαδικασία που δεν τελείωσε μέχρι το 1990.
Μετά τη διάλυση της ΚτΕ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιοχές Εντολών έγιναν Εδάφη υπό την Κηδεμονία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Συμπληρωματικά με τις Εντολές, η ΚτΕ διοίκησε την περιοχή του Σάαρλαντ επί 15 χρόνια, πριν αυτή να επιστρέψει στη Γερμανία μετά από δημοψήφισμα και την ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας) από το 1920 έως το 1939, οπότε η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία.

Η επίλυση εδαφικών διαφορών
Ένα από τα «ανοικτά» θέματα που άφησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν και η διευθέτηση των μεταξύ των χωρών συνόρων, θέμα το οποίο ανατέθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στην ΚτΕ.
Μεταξύ άλλων, η ΚτΕ, ασχολήθηκε με αμφισβητούμενες διευθετήσεις, όπως :

Άνω Σιλεσία
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πολωνία έθεσε αξίωση για την Άνω Σιλεσία, που αποτελούσε μέρος της Πρωσίας. Η ΚτΕ ανέ
λαβε να λύσει τη διαφορά και να διαπιστωθεί αν τα εδάφη της Άνω Σιλεσίας πρέπει να είναι μέρος της Γερμανίας ή της Πολωνίας. Μετά από 3 εξεγέρσεις στην Άνω Σιλεσία (1919, 1920, 1921), και μετά από πέντε συνεδριάσεις, αποφασίστηκε το 1922 η παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής στη
Γερμανία, αλλά με το πολωνικό τμήμα να περιέχει το μεγαλύτερο μέρος των ορυκτών πόρων της περιοχής και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας. Η Γερμανική πλευρά δυσαρεστήθηκε, αλλά η συνθήκη επικυρώθηκε και από τις δύο χώρες.

Αλβανία
Τα σύνορα της Αλβανίας δεν ορίσθηκαν από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919 και έτσι απέμεινε στην ΚτΕ να τα ορίσει.
Επιτροπή εκπροσώπων της ΚτΕ, αποφάσισε το Νοέμβριο του 1921, ότι τα σύνορα της Αλβανίας θα πρέπει να είναι αυτά του 1913, με τρεις μικρές αλλαγές που ευνόησαν τη Γιουγκοσλαβία.
Τον Αύγουστο του 1923, ένας Ιταλός στρατηγός και τέσσερις βοηθοί του, έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν, ενώ οριοθετούσαν τα νέα εγκριθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Ιταλός ηγέτης Μπενίτο Μουσολίνι, αξίωσε από την Ελλάδα να καταβάλει στην Ιταλία ως αποζημίωση για το γεγονός, πενήντα εκατομμύρια λιρέτες, κάτι που η Ελλάδα δεν αποδέχθηκε.
Στις 31 Αυγούστου 1923, ο Μουσολίνι έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να βομβαρδίσει το νησί της Κέρκυρας και τα Ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη.
Επειδή η ενέργεια αυτή ήταν αντίθετη προς το σύμφωνο της ΚτΕ, η Ελλάδα άσκησε έφεση ενώπιον της ΚτΕ για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το Συμβούλιο της ΚτΕ εξέτασε τη διαφορά, αλλά στη συνέχεια πέρασε τα συμπεράσματά του στο Συμβούλιο των Πρέσβεων για την τελική απόφαση. Στο Συμβούλιο των Πρέσβεων έγιναν δεκτές οι περισσότερες από τις συστάσεις της ΚτΕ και η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πενήντα εκατομμύρια λίρες στην Ιταλία (αν και εκείνοι που διέπραξαν το έγκλημα δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ) και έτσι τα στρατεύματα του Μουσολίνι εγκατέλειψαν την Κέρκυρα.

Ελλάδα και Βουλγαρία
Τον Οκτώβριο του 1925, μετά από ένα μεθοριακό επεισόδιο στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών.
Τρεις ημέρες μετά το αρχικό επεισόδιο, ελληνικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρική κυβέρνηση διέταξε τα στρατεύματά της να προβάλλουν αντίσταση, εκκένωσε παραμεθόρια χωριά και απευθύνθηκε στην ΚτΕ για την επίλυση της διαφοράς.
Η ΚτΕ καταδίκασε την Ελληνική εισβολή, και ζήτησε τόσο την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων, όσο και την αποζημίωση της Βουλγαρίας.
Η Ελλάδα συμμορφώθηκε, αλλά παραπονέθηκε για την διαφορετική αντιμετώπιση της επίλυσης, σε σύγκριση με την Ιταλία στο αντίστοιχο περιστατικό της Κέρκυρας.

Μοσούλη
Η ΚτΕ ασχολήθηκε και με την επίλυση της διαφοράς μεταξύ του Ιράκ και της Τουρκίας, πάνω στον έλεγχο της πρώην Οθωμανικής επαρχίας της Μοσούλης. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, που έλαβαν μία Εντολή ‘Α’ από την Κοινωνία των Εθνών επί του Ιράκ το 1920 και συνεπώς εκπροσωπούσαν το Ιράκ στις εξωτερικές υποθέσεις, η Μοσούλη ανήκε στο Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, η νέα Τουρκική Δημοκρατία υποστήριξε πως η επαρχία ήταν μέρος των ιστορικών εδαφών της.
Μια Εξεταστική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών με μέλη Βέλγους, Ούγγρους και Σουηδούς εστάλη στην περιοχή το 1924 για να μελετήσει την υπόθεση και διαπίστωσε ότι ο λαός της Μοσούλης δεν επιθυμούσε να είναι ούτε στην Τουρκία ούτε στο Ιράκ, αλλά αν έπρεπε να επιλέξουν θα προτιμούσαν το Ιράκ.
Το 1925, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η περιοχή έπρεπε να παραμείνει τμήμα του Ιράκ, υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί θα διατηρήσουν την Εντολή επί του Ιράκ για άλλα 25 χρόνια, ώστε να διασφαλισθούν τα δικαιώματα αυτονομίας του κουρδικού πληθυσμού.
Το Συμβούλιο της ΚτΕ ενέκρινε τη σύσταση και αποφάσισε στις 16 Δεκεμβρίου 1925 να αναθέσει την Μοσούλη στο Ιράκ. Παρόλο που η Τουρκία είχε δεχθεί την διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, απέρριψε την απόφαση αμφισβητώντας την αρμοδιότητα της ΚτΕ.
Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, που αποφάνθηκε ότι όταν το Συμβούλιο ελάμβανε μια ομόφωνη απόφαση, αυτή θα έπρεπε να γίνει σεβαστή.
Ωστόσο η Βρετανία, το Ιράκ και η Τουρκία επικύρωσαν μια ξεχωριστή συνθήκη στις 5 Ιουνίου 1926, που ακολούθησε επί το πλείστον την απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ και παραχωρούσε την Μοσούλη στο Ιράκ. Συμφωνήθηκε, ωστόσο, ότι το Ιράκ θα μπορούσε να αιτηθεί την ένταξη ως μέλος της ΚτΕ εντός 25 ετών και η εντολή της Βρετανίας επί του Ιράκ θα έληγε με την είσοδο του Ιράκ στην ΚτΕ. (Το Ιράκ έγινε μέλος της ΚτΕ το 1932).

Κολομβία και Περού
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν συνοριακές διαμάχες μεταξύ της Κολομβίας και του Περού. Το 1922 υπεγάφει μεταξύ των δύο χωρών η συνθήκη Salomón-Lozanο, σύμφωνα με την οποία η συνοριακή πόλη Λετίτσια και η γύρω περιοχή παραχωρήθηκαν από το Περού στην Κολομβία, ενώ η Κολομβία αποκτούσε πρόσβαση στον Αμαζόνιο ποταμό.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1932, οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών καουτσούκ και ζάχαρης, που έχασαν την έκταση γης που δόθηκε στην Κολομβία, οργάνωσαν μια ένοπλη ανάκτηση της Λετίτσια. Στην αρχή η Περουβιανή κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την στρατιωτική αυτή επιχείρηση, αλλά ο Πρόεδρος του Περού Λουίς Σέρρο αποφάσισε να αντισταθεί στην Κολομβιανή ανακατάληψη.
Ο περουβιανός στρατός κατέλαβε την Λετίτσια, με αποτέλεσμα την ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δύο λαών. Μετά από μήνες διπλωματικής διαμάχης οι κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, και οι εκπρόσωποί τους παρουσίασαν τις υποθέσεις τους ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ.
Μια προσωρινή ειρηνευτική συμφωνία, που υπεγράφη από τα δύο μέρη τον Μάιο του 1933, επέτρεψε στη ΚτΕ να αναλάβει τον έλεγχο του εδάφους, ενώ οι διμερείς διαπραγματεύσεις προχωρούσαν.
Τον Μάιο του 1934, μια τελική ειρηνευτική συμφωνία που υπεγράφη είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της Λετίτσια στην Κολομβία, την επίσημη συγγνώμη του Περού για την εισβολή του 1932, την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής γύρω από την Λετίτσια, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ποταμών Αμαζονίου και Πουτουμάγιο και την υπόσχεση μη επιθέσεως.

Επεισόδιο του Μούκντεν, ή «περιστατικό της Μαντζουρίας»
Το επεισόδιο του Μούκντεν, γνωστό επίσης ως «περιστατικό της Μαντζουρίας» ή «η Άπω Ανατολική Κρίση» ήταν μία από τις μεγάλες οπισθοδρομήσεις της ΚτΕ και έδρασε ως καταλύτης για την απόσυρση της Ιαπωνίας από τον οργανισμό.
Βάσει των όρων της συμφωνίας μίσθωσης, η ιαπωνική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να διατηρεί τα στρατεύματά της στην περιοχή γύρω από τη Νότια Μαντζουριανή Σιδηροδρομική γραμμή, σημαντικό άξονα των συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, στην κινεζική περιοχή της Μαντζουρίας.
Το Σεπτέμβριο του 1931 ένα τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής καταστράφηκε ελαφρώς από αξιωματικούς και στρατιώτες του Ιαπωνικού στρατού Κβάντουνγκ ως πρόφαση για την εισβολή στην Μαντζουρία.
Ο Ιαπωνικός στρατός ωστόσο ισχυρίστηκε ότι οι Κινέζοι στρατιώτες σαμποτάρισαν την σιδηροδρομική γραμμή και σε μορφή αντιποίνων (δρώντας αντίθετα με τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας) κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή της Μαντζουρίας. Μετονόμασαν την περιοχή σε Μαντσούκουο και στις 9 Μαρτίου 1932 δημιούργησαν μια κυβέρνηση-μαριονέτα με τον Που Γι, πρώην αυτοκράτορα της Κίνας, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε διεθνές επίπεδο, η νέα αυτή χώρα αναγνωρίσθηκε μόνο από τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος εξακολούθησε να θεωρεί την Μαντζουρία νόμιμα τμήμα της Κίνας.
Το 1932 Ιαπωνικές αεροπορικές και θαλάσσιες δυνάμεις βομβάρδισαν την κινεζική πόλη της Σαγκάης, που πυροδότησε έναν σύντομο πόλεμο καλούμενο «περιστατικό της 28ης Ιανουαρίου».
Η Κοινωνία των Εθνών συμφώνησε στο αίτημα βοηθείας από την Κινεζική κυβέρνηση, αλλά το μακρύ ταξίδι με πλοίο καθυστέρησε τους εντεταλμένους της ΚτΕ να διερευνήσουν το θέμα.
Όταν έφθασαν, οι εντεταλμένοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κινέζικους ισχυρισμούς ότι οι Ιάπωνες είχαν εισβάλει παράνομα, ενώ οι Ιάπωνες υποστήριξαν ότι ενεργούσαν για την διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Παρά το υψηλό κύρος της Ιαπωνίας στην ΚτΕ η μετέπειτα Έκθεση Λύττον κήρυττε την Ιαπωνία εν αδίκω και απαιτούσε τα εδάφη της Μαντσουρίας να επιστραφούν στην Κίνα. Πριν καν ψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση η έκθεση, η Ιαπωνία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προωθήσει περαιτέρω τις δυνάμεις της στην Κίνα.
Η έκθεση πέρασε με 42-1ψήφους στην Εθνοσυνέλευση το 1933 (μόνο η Ιαπωνία ψήφισε κατά), αλλά αντί να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κίνα, η Ιαπωνία απέσυρε τη συμμετοχή της στην Κοινωνία των Εθνών.
Κατά το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, η ΚτΕ θα έπρεπε να απαντήσει με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ιαπωνίας ή να συγκεντρώσει στρατό και να κηρύξει πόλεμο. Καμία από αυτές τις δράσεις δεν αναλήφθηκε. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων θα ήταν σχεδόν άχρηστη, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μέλος της ΚτΕ και έτσι οικονομικές κυρώσεις που θα έθετε στα κράτη μέλη της η ΚτΕ θα ήταν αναποτελεσματικές, καθώς η χώρα που θα περιορίζονταν από τις συναλλαγές με άλλα κράτη-μέλη θα μπορούσε απλά να στρέψει τις συναλλαγές της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ΚτΕ θα μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό αλλά οι κύριες δυνάμεις όπως η Βρετανία και η Γαλλία ήταν απασχολημένες πάρα πολύ με τις δικές τους υποθέσεις, όπως η διατήρηση του ελέγχου των εκτεταμένων αποικιών τους, ιδιαίτερα μετά την αναταραχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ιαπωνία λοιπόν διατήρησε τον έλεγχο της Μαντζουρίας μέχρι που ο «Κόκκινος Στρατός» της Σοβιετικής Ένωσης κατέλαβε την περιοχή και την επέστρεψε στην Κίνα κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ιταλική εισβολή στην Αβυσσηνία
Τον Οκτώβριο του 1935 ο Ιταλός πρωθυπουργός Μπενίτο Μουσολίνι έστειλε 400.000 στρατιώτες να εισβάλουν στην Αβυσσηνία (Αιθιοπία). Ο Στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο διοικούσε την εκστρατεία από το Νοέμβριο του 1935, διατάσσοντας, με την άδεια του Μουσολίνι, βομβαρδισμούς, τη χρήση χημικών όπλων όπως το «αέριο μουστάρδας» και την δηλητηρίαση του δικτύου ύδρευσης, εναντίον στόχων που περιελάμβαναν ανυπεράσπιστα χωριά και ιατρικές εγκαταστάσεις.
Ο σύγχρονος Ιταλικός στρατός κατανίκησε τις αδύναμες ένοπλες δυνάμεις της Αβυσσηνίας και κατέλαβε την Αντίς Αμπέμπα το Μάιο του 1936, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ σε φυγή.
Η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την επίθεση της Ιταλίας και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις το Νοέμβριο του 1935, αλλά οι κυρώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, διότι δεν απαγόρευσαν την πώληση πετρελαίου ή το κλείσιμο των στενών της Διώρυγας του Σουέζ (που ελέγχονταν από τη Βρετανία).
Όπως παρατήρησε αργότερα ο Βρετανός Πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν, αυτό συνέβη τελικά επειδή κανείς δεν είχε διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν την Ιταλική επίθεση.
Τον Οκτώβριο του 1935, ο Αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ (μη μέλος της ΚτΕ) επικαλέστηκε τον Αμερικανικό Νόμο Ουδετερότητας του 1935 και επέβαλε εμπάργκο πώλησης όπλων και πυρομαχικών προς τις δύο πλευρές αλλά επιπλέον και ένα «ηθικό εμπάργκο» για τους εμπόλεμους Ιταλούς, που αφορούσε την απαγόρευση πώλησης και άλλων εμπορικών αγαθών.
Η ΚτΕ ήρε τις κυρώσεις στις 4 Ιουλίου 1936 αλλά μέχρι τότε η Ιταλία είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο των αστικών περιοχών της Αβησσυνίας.
Το Δεκέμβριο του 1935 το Σύμφωνο Σταθερότητας Hoare-Laval ήταν μια προσπάθεια του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Σαμουήλ Χορ και του Γάλλου Πρωθυπουργού Πιέρ Λαβάλ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Αβησσυνία με την κατάρτιση ενός σχεδίου για τη διχοτόμηση της χώρας σε δύο μέρη: έναν Ιταλικό τομέα και έναν Αβησσυνιακού τομέα.
Ο Μουσολίνι ήταν διατεθειμένος να συμφωνήσει με το Σύμφωνο, •ωστόσο η είδηση για την προετοιμασία υπογραφής του Σύμφωνου διέρρευσε τόσο στη βρετανική όσο και τη γαλλική κοινή γνώμη που διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα εναντίον της, περιγράφοντάς την ως ξεπούλημα της Αβησσυνίας.
Οι Χορ και Λαβάλ υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τις θέσεις τους και τόσο η βρετανική όσο και η γαλλική κυβέρνηση αποστασιοποιήθηκαν από αυτούς.
Τον Ιούνιο του 1936, παρόλο που δεν υπήρχε προηγούμενο Αρχηγού Κράτους να απευθύνεται στην Εθνοσυνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, προσωπικά ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ μίλησε στη Συνέλευση και επικαλέστηκε την βοήθειά της για την προστασία της χώρας του.
Όπως συνέβη και με την Ιαπωνία, η ισχύς των μεγάλων δυνάμεων στην αντιμετώπιση της κρίσης στην Αβησσυνία μετριάσθηκε από την αντίληψη ότι η μοίρα των φτωχών αυτής της μακρινής χώρας που δεν κατοικούνταν από Ευρωπαίους δεν αποτελούσε δικό τους κεντρικό ενδιαφέρον.
Επιπλέον, έδειξε πως η ΚτΕ μπορούσε να επηρεαστεί από το ατομικό συμφέρον των μελών της. Επίσης, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι κυρώσεις δεν ήταν ιδιαίτερα σκληρές ήταν ότι τόσο η Βρετανία και η Γαλλία φοβούνταν την προοπτική της σύστασης συμμαχίας μεταξύ του Μουσολίνι και του Αδόλφου Χίτλερ.

Ισπανικός Εμφύλιος
Στις 17 Ιουλίου 1936, ο Ισπανικός Στρατός έκανε πραξικόπημα που οδήγησε σε μια παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων (την αριστερή νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Ισπανίας) και τους εθνικιστές, συντηρητικούς, αντικομμουνιστές αντάρτες στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ισπανικού στρατού.
Ο Αλβάρεζ ντελ Βάγιο, ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, άσκησε προσφυγή ενώπιον της ΚτΕ τον Σεπτέμβριο του 1936, ζητώντας ενισχύσεις για να υπερασπιστούν την εδαφική της ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία.
Τα μέλη της ΚτΕ ωστόσο δεν επενέβησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο αλλά ούτε απέτρεψαν ξένες επεμβάσεις στη σύγκρουση. Ωστόσο το Φεβρουάριο του 1937 επέβαλε την απαγόρευση της επέμβασης εθελοντών ξένων εθνών.
Οι Χίτλερ και Μουσολίνι όμως συνέχισαν την ενίσχυση του στρατηγού Φράνκο και του Εθνικιστικού Μετώπου, ενώ η Σοβιετική Ένωση ενίσχυε την ισπανική κυβέρνηση.

Η διάλυση
Οι απαρχές της ΚτΕ ως οργανισμού που δημιουργήθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διευθέτησης στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε στο να θεωρείται ως η «Κοινωνία των Νικητών».
Η αντιπροσώπευση στην Κοινωνία των Εθνών ήταν συχνά ένα πρόβλημα. Αν και επρόκειτο να περιλαμβάνει όλα τα έθνη, πολλά ποτέ δεν εντάχθηκαν ή υπήρξαν μέλη για σύντομο χρονικό διάστημα.
Αξιοσημείωτη απουσία ήταν αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που υποτίθεται πως θα έπαιζε στην ΚτΕ ρόλο όχι μόνο διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, αλλά και της χρηματοδότησης της ΚτΕ.
Σύμφωνα με τη βρετανή ιστορικό Ρουθ Χένιγκ, αν οι ΗΠΑ ήταν μέλος της ΚτΕ, αυτό θα παρείχε πρόσθετη ασφάλεια στην Γαλλία και την Βρετανία, οι οποίες ίσως να ενθαρρύνονταν για περισσότερη συνεργασία στα θέματα της Γερμανίας και έτσι να γινόταν λιγότερο πιθανή η άνοδος στην εξουσία του ναζιστικού κόμματος. Αντιθέτως, εάν οι ΗΠΑ ήταν μέλος της ΚτΕ, η απροθυμία της να εμπλακεί σε πόλεμο με ευρωπαϊκά κράτη και να θέσει σε ισχύ οικονομικές κυρώσεις, ενδέχεται να παρεμπόδιζε την δυνατότητα της ΚτΕ να ασχοληθεί με διεθνή επεισόδια. Η δομή της κυβέρνησης των ΗΠΑ μπορούσε επίσης να κάνει την συμμετοχή της προβληματική, καθώς οι εκπρόσωποί της στην ΚτΕ δεν θα μπορούσαν να λάβουν αποφάσεις εξ ονόματος της εκτελεστικής εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς αυτές να έχουν εγκριθεί από τα νομοθετικά σώματα.
Επίσης, μια σημαντική αδυναμία γεννήθηκε από την αντίφαση μεταξύ της ιδέας της συλλογικής ασφάλειας, που αποτέλεσε τη βάση της ΚτΕ, καθώς και των διεθνών σχέσεων μεταξύ των επιμέρους κρατών.
Το συλλογικό σύστημα ασφαλείας που χρησιμοποιούσε η ΚτΕ σήμαινε ότι τα έθνη είχαν την υποχρέωση να δράσουν εναντίον κρατών που θεωρούσαν φίλια και κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα εθνικά τους συμφέροντα, για να υποστηρίξουν συμφέροντα χωρών με τις οποίες δεν είχαν συνήθεις δεσμούς.

Στις 23 Ιουνίου 1936, ως επακόλουθο της έναρξης της κατάρρευσης των προσπαθειών της ΚτΕ για την συγκράτηση της Ιταλίας στον κατακτητικό πόλεμο κατά της Αβυσσηνίας, ο Βρετανός πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η συλλογική ασφάλεια «απέτυχε τελικά, λόγω της απροθυμίας σχεδόν όλων των εθνών της Ευρώπης να προχωρήσουν σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει στρατιωτικές κυρώσεις ... ο πραγματικός λόγος ή ο κύριος λόγος, ήταν όπως ανακαλύφθηκε κατά τη διαδικασία εβδομάδων ότι δεν υπήρχε καμία χώρα εκτός από τη χώρα - θύτη η οποία ήταν έτοιμη για πόλεμο ... εάν η συλλογική δράση είναι να γίνει πραγματικότητα και δεν αφορά μόνο πράγμα που συζητείται αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι η κάθε χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο; αλλά πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πόλεμο άμεσα. Αυτό είναι τρομερό πράγμα, αλλά είναι ουσιαστικό μέρος της συλλογικής ασφάλειας».
Τελικά η Βρετανία και η Γαλλία εγκατέλειψαν την έννοια της συλλογικής ασφάλειας υπέρ του «κατευνασμού», έναντι του εντεινόμενου γερμανικού μιλιταρισμού υπό τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η υποτιθέμενη ουδετερότητα της ΚτΕ έτεινε να εκλαμβάνεται ως αναποφα-σιστικότητα. Η ΚτΕ απαιτούσε την ομοφωνία των εννέα, και αργότερα δεκαπέντε, μελών του Συμβουλίου για να εκδώσει ψήφισμα,•ουσιαστικές και αποτελεσματικές ενέργειες που ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υλοποιηθούν.
Ήταν επίσης αργή στη λήψη αποφάσεων καθώς για ορισμένες αποφάσεις απαιτούνταν η ομόφωνη συγκατάθεση του συνόλου της Εθνοσυνέλευσης

Καθώς η κατάσταση στην Ευρώπη εξελισσόταν σε ανοιχτό πόλεμο, η Εθνοσυνέλευση μετέφερε αρκετή ισχύ στο Γενικό Γραμματέα στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και 14 Δεκεμβρίου 1939 ώστε να επιτρέψει στην ΚτΕ να συνεχίσει νόμιμα να υφίσταται και να εκτελούνται μειωμένες λειτουργίες.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών, το Παλάτι των Εθνών, καθώς ήταν σε ελβετικό έδαφος παρέμεινε ελεύθερο, μέχρι το τέλος του πολέμου

Η τελική συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1946 στη Γενεύη.
Αυτή η συνεδρίαση ασχολήθηκε με την εκκαθάριση της Κοινωνίας των Εθνών.
Τα περιουσιακά της στοιχεία, αξίας περίπου $ 22.000.000 το 1946, συμπεριλαμβανομένου του Παλατιού της Ειρήνης και των αρχείων της ΚτΕ, μεταβιβάστηκαν στον ΟΗΕ, αποθεματικά κεφάλαια επιστράφηκαν στα έθνη που τα είχαν καταβάλει, και τα χρέη της ΚτΕ διευθετήθηκαν.

Ο Ροβέρτος Σέσιλ λέγεται ότι συνόψισε το συναίσθημα που επικρατούσε στη συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς την τελική Εθνοσυνέλευση όταν είπε:
«Ας αναφέρουμε με τόλμη ότι η επιθετικότητα, όπου και αν εμφανίζεται και όπως και αν υποστηρίζεται, είναι ένα διεθνές έγκλημα απέναντι στο οποίο κάθε ειρηνόφιλο κράτος έχει την υποχρέωση να αντιστέκεται και να χρησιμοποιεί όποια δύναμη είναι απαραίτητη για να το συντρίψει, ότι ο μηχανισμός της Χάρτας, καθόλου λιγότερο από τον μηχανισμό της Σύμβασης, είναι επαρκής για αυτό το σκοπό αν χρησιμοποιηθεί σωστά, και ότι κάθε έντιμος πολίτης κάθε κράτους πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη ... Τολμώ να τονίσω στο ακροατήριό μου ότι το μεγάλο έργο της ειρήνης δεν αναπαύεται μόνο στα στενά συμφέροντα των δικών μας λαών, αλλά ακόμα περισσότερο σε εκείνες τις σπουδαίες αρχές του σωστού και του λάθους από τις οποίες τα έθνη, όπως και τα άτομα, εξαρτώνται. Η Κοινωνία των Εθνών πέθανε. Ζήτω τα Ηνωμένα Έθνη

Η πρόταση διάλυσης της Κοινωνίας των Εθνών πέρασε ομόφωνα:
«Η Κοινωνία των Εθνών, παύει να υφίσταται εκτός από τα σχετικά με την εκκαθάριση των υποθέσεών της».
Η πρόταση διάλυσης της ΚτΕ επίσης καθόρισε την ημερομηνία του τέλους του Οργανισμού ως την επόμενη ημέρα μετά το κλείσιμο της Εθνοσυνέλευσης.

Στις 19 Απριλίου 1946 ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ο Νορβηγός Κάρλ Χάμπρο, δήλωσε πως «η εικοστή πρώτη και η τελευταία σύνοδος της Γενικής Εθνοσυνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών έκλεισε»
Ως αποτέλεσμα, η Κοινωνία των Εθνών έπαψε να υφίσταται στις 20 Απριλίου 1946.

Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κένεντι υπέδειξε ότι η Κοινωνία των Εθνών είναι μια μοναδική στιγμή, όπου οι διεθνείς σχέσεις «θεσμοθετήθηκαν» σε αντίθεση με τις πριν τον Α' Παγκόσμιου Πολέμου μεθόδους των νόμων και της πολιτικής.

Κατά την Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943, οι Συμμαχικές Δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα νέο όργανο που θα αντικαταστήσει την ΚτΕ: τα Ηνωμένα Έθνη.
Πολλοί φορείς της ΚτΕ, συνέχισαν να λειτουργούν και τελικά συνδέθηκαν με τον ΟΗΕ.

Μετά από μια σειρά προκαταρκτικών διασκέψεων (25 Απριλίου 1945 - 26 Ιουνίου 1945) υπογράφεται ο χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και το Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ο χάρτης του ΟΗΕ άρχισε να ισχύει από τις 24 Οκτωβρίου 1945.
Οι κύριοι Σύμμαχοι του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Κίνα) αποτέλεσαν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ:
Αυτές οι νέες «Μεγάλες Δυνάμεις» απέκτησαν σημαντική διεθνή επιρροή, αντικατοπτρίζοντας το Συμβούλιο της ΚτΕ.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του ΟΗΕ,•ωστόσο, δεν απαιτούνται ομόφωνες αποφάσεις, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της ΚτΕ.

Στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παραχωρήθηκε το δικαίωμα του «βέτο» στις αποφάσεις του Συμβουλίου, έτσι ώστε να προστατεύουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, κάτι το οποίο εμπόδισε τα Ηνωμένα Έθνη να ενεργήσουν αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου